Τρίτη 22 Μαρτίου 2016





‘‘Εδώ  Λιλιπούπολη’’. Ο  ραδιοφωνικός  θρίαμβος  του 

Μάνου  Χατζιδάκι  στο  Τρίτο  Πρόγραμμα. 


Στην παρούσα μελέτη-έρευνα θέλοντας να αποδώσω ένα φόρο τιμής στο πλέον οξυδερκές, ανήσυχο, αιρετικό και άκρως πολιτικοποιημένο πνεύμα γύρω από τα μουσικά δρώμενα, του περασμένου αιώνα στην Ελλάδα, που φέρει το όνομα Μάνος Χατζιδάκις, επιδίωξα να παρουσιασθούν με διεξοδικό τρόπο όλα εκείνα τα δομικά στοιχεία που συνετέλεσαν ώστε η παιδική ραδιοφωνική εκπομπή ‘‘Εδώ Λιλιπούπολη’’ που μεταδίδονταν καθημερινά από το Τρίτο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας, τα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του 1970, να καταγράψει μια μοναδική διαδρομή στα χρονικά του ραδιοφώνου. Το ‘‘Εδώ Λιλιπούπολη’’ ήταν ένα πρωτοποριακό πρόγραμμα στο κρατικό ραδιόφωνο με στυλοβάτη τον Μάνο Χατζιδάκι που διήρκεσε τρία  σχεδόν χρόνια, από τον Δεκέμβριο του 1977 μέχρι τον Μάιο του 1980. Για την ακρίβεια κόπηκε με άκομψο τρόπο από την τότε κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, και μετά την εκπαραθύρωση του διευθυντού του Τρίτου Προγράμματος, Μάνου Χατζιδάκι, αφού σ’ όλη τη διάρκεια της εκπομπής της δέχτηκε συνεχείς και παρατεταμένες πιέσεις για το ύφος της. Στην πραγματικότητα οι συντελεστές της δέχονταν τις πιέσεις, αλλά αυτές προσέκρουαν και σταματούσαν στον κυματοθραύστη που λέγονταν Μάνος Χατζιδάκις. Ήταν τέτοια η ενόχληση των κρατούντων – κυβέρνησης, διοίκησης ΕΡΤ αλλά και συνδικαλιστών της μέσω ΠΟΣΠΕΡΤ – που στο τέλος, μετά το σταμάτημα της εκπομπής, πολλά από τα επεισόδια καταστράφηκαν. Από τις 400 και πλέον μπομπίνες εγγραφής διασώθηκαν λιγότερες από 100. Η ‘‘Λιλιπούπολη’’ όμως αντιστάθηκε και συνεχίζει ως τις μέρες μας να συγκινεί μικρούς και μεγάλους. Μάλιστα, όλα τα τραγούδια της καταγράφηκαν σε νότες και εκδόθηκαν σε βιβλίο, διδάσκονται σε σχολεία αλλά και παρουσιάζονται σε διάφορα πολιτιστικά κέντρα της περιφέρειας, έχουν επίσης παρουσία στη δισκογραφία.        

   Λίγο μετά την μεταπολίτευση οι ακροατές του ραδιοφώνου, έχοντας ακόμη νωπές στη μνήμη τους, τις ανούσιες και ολοκληρωτικής νοοτροπίας  εκπομπές του δικτατορικού καθεστώτος, είχαν την ανάγκη νέων ακουσμάτων που θα τους πρόσφεραν κάτι φρέσκο και νεανικό στη  ψυχαγωγία τους. Έτσι η τότε κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, τοποθέτησε το 1975 ως διευθυντή του Τρίτου Προγράμματος, που ήταν αποκλειστικά το έντεχνο ραδιοφωνικό κανάλι, τον διακεκριμένο μουσικοσυνθέτη Μάνο Χατζιδάκι. Το ανήσυχο πνεύμα του Μάνου Χατζιδάκι έδωσε μια νεωτεριστική δομή στο Τρίτο Πρόγραμμα με την εισαγωγή νέων πρωτοποριακών για τα δεδομένα της εποχής εκείνης εκπομπών. Ανάμεσα στους αρχικούς του σχεδιασμούς ήταν να εντάξει στο Τρίτο Πρόγραμμα και μια παιδική εκπομπή με εντελώς νέα χαρακτηριστικά, διαφορετικά από αυτά που απαρτίζονταν όλες οι μέχρι τότε παρόμοιες εκπομπές. Η πρόταση ήρθε από την συγγραφέα και προσωπική φίλη του Μάνου Χατζιδάκι , Ρεγγίνα Καπετανάκη, η οποία με την βοήθεια της παιδοψυχολόγου Ελένης Βλάχου, εμπνεύστηκαν, οργάνωσαν, κατασκεύασαν και παρουσίασαν, το  αρχικό πλάνο του φανταστικού κόσμου της Λιλιπούπολης. Ο τίτλος που δόθηκε προέρχεται από το κλασσικό βιβλίο του Ιρλανδού συγγραφέα, Τζόναθαν Σουίφτ, ‘‘Τα ταξίδια του Γκιούλιβερ’’, όπου οι Λιλιπούτειοι, κάτοικοι κάποιας φανταστικής χώρας, της  Λίλιπουτ, αναφέρονται εκεί ως μικροσκοπικοί άνθρωποι με τα δικά τους χαρακτηριστικά στοιχεία. 

   Η ρηξικέλευθη ιδέα των δυο αυτών δημιουργών, ενθουσίασε τον Μάνο Χατζιδάκι που αμέσως ενέκρινε την παραγωγή αυτής της εκπομπής. Η στιχουργός Μαριανίνα Κριεζή, που συμμετείχε στην εκπομπή μετά από πρόταση του Μάνου  Χατζιδάκι,  ήταν αυτή που με ιδιοφυΐα κατάφερε να ξαναζωντανέψει λέξεις ελληνικές καθημερινής χρήσεως, να τις αναπλάσει να τις κάνει νεανικές  και ευαίσθητες και με αυτές έμελλε να γράψει τους πραγματικά ευρηματικότατους στίχους, για όλα τα τραγούδια της παιδικής σειράς. Με πρωτοβουλία πάλι του Μάνου Χατζιδάκι, μια σειρά νέων καλλιτεχνών, Δημήτρης Μαραγκόπουλος, Λένα Πλάτωνος, Νίκος Κηπουργός και Νίκος Χριστοδούλου, συνέθεταν τις μουσικές τα δε τραγούδια ερμήνευαν οι Σπύρος Σακκάς, Σαβίνα Γιαννάτου, Αντώνης Κοντογεωργίου και Νένα Βενετσάνου. Η εκπομπή άρχισε να μεταδίδεται από την Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 1977, από το ανανεωμένο τότε Τρίτο Πρόγραμμα της ΕΡΤ. Οι εκπομπές ήταν ημίωρες και άρχιζαν κάθε μέρα στις 09.30 και σε επανάληψη στις  17.00. Τα  Σαββατοκύριακα γίνονταν ξανά οι επαναλήψεις των επεισοδίων της τρεχούμενης εβδομάδας, έτσι ώστε η εκπομπή ‘‘Εδώ Λιλιπούπολη’’ ακούγονταν από το Τρίτο Πρόγραμμα επτά ημέρες την εβδομάδα. Σκοπός αυτής της εκπομπής όταν ξεκίνησε ήταν να μάθει στα  πολύ μικρά παιδιά κάποιες βασικές έννοιες, όπως τα χρώματα, τις διαστάσεις στη φύση, το ανθρώπινο σώμα, τα φρούτα, τα κατοικίδια ζώα κ.α. Η δομή του σεναρίου της Λιλιπούπολης  ήταν βασισμένο σε μια φανταστική πόλη που στην ουσία αντικατόπτριζε σε μικρογραφία τις δικές μας καθημερινές εμπειρίες του περιβάλλοντός μας. Η λιλιπούτεια αυτή πόλη βρίσκονταν στη μέση ενός νησιού. Στον χάρτη του νησιού διακρίνουμε το λιμάνι Πόρτο Λίλι, το βουνό Λιλιμπάγια, την εύφορη πεδιάδα του νησιού Λιλιγρό, τον κάβο Μπλουμ, το Φεγγαρονήσι, το Λιλιπέλαγος, το ανθισμένο καράβι τον Φίστικο, τη Λιλίμνη, το Λιλιβάδι, το Λιλιδάσος Άρες Μάρες Κουκουνάρες, την πλατεία της Βροντοσαυρίνας – Γλυκερίνας, τη Λεωφόρο της Γαλάζιας Πεταλούδας, τη Λεωφόρο της Ασημένιας Τσιπούρας, το Καναρίνιο Ωδείο και πολλά άλλα. Αφού η Λιλιπούπολη  ήταν πόλη, στην κεφαλή της βρίσκεται  ο δήμαρχος Χαρχούδας, ενώ στην αντιπολίτευση ηγείται ο Δυστροπόπιγγας. Άλλα πρόσωπα της πόλης ήταν ο δημοσιογράφος Μπρίνης, ο δόκτωρ Δρακατώρ, ο ποιητής Κουκουτούζ, ο Πρίγκιπας,  η ωραία Χιονάτη, ο Μπιξ Μπιξ, η Μπομπίλα, η Ρόζα Ροζαλία, η Πιπινέζα, η μάγισσα Μπρουνχίλντα, ο ελέφαντας Άσπρος Μπέμπαντας, η Όφη – Σόφη. Οι κάτοικοι της Λιλιπούπολης καμάρωναν για τους ηρωικούς προγόνους, τους Λιλιπούα, που έχτισαν την όμορφη πόλη τους. Αγαπούσαν πολύ την πατρίδα τους, χωρίς να κακολογούν την πατρίδα κανενός άλλου, και σε όλους τους Λιλιπουπολίτες  άρεσαν πολύ τα γλυκά. 

   Η πρώτη υποδοχή αυτής της παιδικής σειράς από το ραδιοφωνικό κοινό ήταν ομολογουμένως ψυχρή, και αρχικά ακόμη και από τους δημιουργούς της θεωρήθηκε αποτυχημένη και πως θα έπρεπε να σταματήσει. Το σοβαρό κοινό του Τρίτου Προγράμματος, συνηθισμένο στην ακρόαση μόνο  κλασσικής ή συγκεκριμένης μορφής έντεχνης μουσικής, έκρινε πολύ αυστηρά την πρωτόφαντη αυτή προσπάθεια και η ακροαματικότητα της εκπομπής ήταν εξαιρετικά χαμηλή. Παρέμενε παγερά αδιάφορο και αγέλαστο απέναντι στην ζωντάνια, την ευρηματικότητα, τον νεωτερισμό και την πολυχρωμία της Λιλιπούπολης, όσο και καχύποπτο απέναντι στην πρωτοποριακή του μουσική. Η ιδέα διακοπής αυτής της εκπομπής που προτάθηκε από τους συντελεστές της, προς τον διευθυντή του Τρίτου Προγράμματος, Μάνο Χατζιδάκι, τον βρήκε τελείως αντίθετο, γιατί ο ίδιος θεωρούσε τη Λιλιπούπολη μια αξιόλογη μουσικά εκπομπή. Έτσι μη συμμεριζόμενος τις απόψεις αυτές επέμενε ότι η εκπομπή θα έπρεπε να συνεχισθεί οπωσδήποτε με εμπλουτισμό της συγγραφικής της ομάδας, και πως ο ίδιος  ως φανατικός θαυμαστής της Λιλιπούπολης, θα παρείχε κάθε είδους υλικοτεχνική υποστήριξη προς τους δημιουργούς της.      

   Ως από μηχανής θεός  την στιγμή εκείνη εισχώρησε στην συγγραφική ομάδα της Λιλιπούπολης, η ηθοποιός Άννα Παναγιωτοπούλου η οποία  λόγω της μακράς εμπειρίας της από την ‘‘Ελεύθερη Σκηνή’’, μπόρεσε και προσέφερε μια αυξημένη θεατρικότητα στην εκπομπή, δίνοντας στον προφορικό και θεατρικό λόγο των κειμένων μια αμεσότητα. Με αυτή τη σύνθεση της συγγραφικής ομάδας, οι ήρωες άρχισαν να αποκτούν χαρακτήρα, η θεματολογία άρχισε να αλλάζει και να διευρύνεται, και η εκπομπή άρχισε να ανεβαίνει σε ακροαματικότητα. Το ακροατήριό της διευρύνθηκε πλέον σε διάφορες ηλικιακές κατηγορίες, έτσι που μικρά και μεγάλα παιδιά λάτρεψαν τον κόσμο της Λιλιπούπολης και τα καμώματα των κατοίκων της. Ταυτόχρονα ο χαρακτήρας της άρχισε να γίνεται περισσότερο πολιτικός και με τα όσα  γεγονότα περιγράφονταν η Λιλιπούπολη απέκτησε μια συγκεκριμένη πολιτική διάσταση. Η εκπομπή απομακρύνθηκε εν μέρει από το αμιγώς παιδικό ακροατήριο και είχε γίνει ένα πρόγραμμα που προέβαλλε την παιδικότητα των ανθρώπων κάθε ηλικίας, δηλαδή είχε φτιαχτεί για παιδιά και ‘‘έξυπνους μεγάλους’’.

   Οι ηθοποιοί που είχαν αναλάβει ρόλους ενσαρκώνοντας τους ήρωες της Λιλιπούπολης, που ακούγονταν στην εκπομπή ήταν οι Βασίλης Μπουγιουκλάκης, Άννα Παναγιωτοπούλου, Σταμάτης Φασουλής, Λευτέρης Βογιατζής, Σαπφώ Νοταρά, Λύδια Κονιόρδου, Αλέκα Παΐζη, Μίρκα Παπακωνσταντίνου, Ράνια Οικονομίδου, Πέπη Οικονομοπούλου, Μίνα Αδαμάκη, Θόδωρος Μπογιατζής, Νίκος Τσιλούνης, Σταύρος Μερμήγκης, Λάμπρος Τσάγκας και Μίμης Χρυσομάλλης. Η Λιλιπούπολη ως μια ουτοπική χώρα με καταστάσεις αναγνωρίσιμες από την καθημερινή μας ζωή, ανέδειξε στο έπακρο την δυναμική της, την ιδεολογική της ανατρεπτικότητα και την επαναστατικότητά της. Οι ήρωές της με διάθεση αναρχική σε κάθε είδους εξουσία, όπως θα πρέπει να είναι ο χαρακτήρας κάθε παιδιού, ασκώντας κριτική χωρίς διακρίσεις σε πρόσωπα και θεσμούς, και οι παραλληλισμοί της με την τρέχουσα πολιτική κατάσταση του τόπου, λατρεύτηκε από την συντριπτική μερίδα των ακροατών της, αλλά και πολεμήθηκε παράλληλα από το συντηρητικό κοινωνικό, καλλιτεχνικό και κυρίως πολιτικό κατεστημένο του τόπου. Έτσι όλοι οι συντελεστές της Λιλιπούπολης άρχισαν να έχουν προβλήματα πολιτικής νομιμοποίησης, διότι δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι τότε μονοκράτωρ των ερτζιανών ραδιοφωνικών κυμάτων ήταν η κρατική ραδιοφωνία. Άρχισαν να υπάρχουν έντονες αντιδράσεις από τα πολιτικά κόμματα, αλλά οι περισσότερες έρχονταν από την μεριά της κυβέρνησης.

Ο φιλοκυβερνητικός τύπος άρχισε να σχολιάζει με αιχμηρά σχόλια την εκπομπή αφήνοντας υπονοούμενα ότι ασκεί κομουνιστική προπαγάνδα. Η Λιλιπούπολη ενοχλούσε και προκαλούσε πολλά πολιτικά προβλήματα. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι βρισκόμαστε στην αρχή της μεταπολίτευσης. Ξεκινώντας η εκπομπή κάθε πρωί με το εμβληματικό μοτίβο  ‘‘Εδώ Λιλιπούπολη, εδώ Λιλιπούπολη. Σας μιλάει ο δημοσιογράφος Μπρίνης’’, η φράσή αυτή παρέπεμπε ευθέως στην κραυγή ‘‘Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο’’, που ήταν ήδη θρυλική, έμοιαζε πρόκληση στα αυτιά  πολλών. Επίσης οι στίχοι αρκετών τραγουδιών που καλούσαν απροκάλυπτα σε ξεσηκωμό, ενοχλούσαν ένα συγκεκριμένο μεγάλο κομμάτι της πολιτικής ιεραρχίας.

Όπως ο λιλιθούριος που ψάλει ο καταπιεσμένος Παπαγάλος  της Πιπινέζας. :

Ως πότε οι μεγάλοι θα μας φωνάζουν ‘μη’

σηκώστε το κεφάλι, ορθώστε το κορμί. 

Ως πότε παπαγάλοι με τεντωμένο αυτί,

θα ξαναλέμε πάλι  ό,τι μας  λεν αυτοί.

Ως πότε παπαγάλοι θα ζούμε στα κλουβιά,

βάλτε φωνή μεγάλη να βρούμε λευτεριά.             


Με τέτοιους στίχους να ακούγονται από παιδική εκπομπή του Τρίτου Προγράμματος της Ελληνικής ραδιοφωνίας, έκαναν τον τότε αλήστου μνήμης υπουργό Εθνικής Αμύνης, Ευάγγελο Αβέρωφ, να δηλώσει φανερά εκνευρισμένος : ‘‘Ακούμε τη Λιλιπούπολη και νομίζουμε ότι ακούμε Ράδιο Μόσχα’’. Στο ίδιο ύφος τόσο ο Παναγιώτης Λαμπρίας, υφυπουργός προεδρίας της Κυβέρνησης, όσο και ο μετέπειτα διάδοχός του Αθανάσιος Τσαλδάρης, ενοχλήθηκαν πολλές φορές για κάποιες συγκεκριμένες επιλογές των σεναριογράφων, όπως για παράδειγμα κάποια δηκτικά σχόλια πάνω στο γνωστό τότε πολιτικό φακέλωμα των πολιτών από την αστυνομία και την χωροφυλακή, τον ανεξέλεγκτα αυξανόμενο πληθωρισμό, ή το διαρκές ράβε ξήλωνε που γίνεται στην οδοποιία των πόλεων από τις διάφορες δημόσιες υπηρεσίες, οι οποίες δεν είχαν κοινό προγραμματισμό των έργων τους. Μάλιστα ο Αθανάσιος Τσαλδάρης μια μέρα φανερά ενοχλημένος τηλεφώνησε στην στιχουργό της Λιλιπούπολης, Μαριανίνα Κριεζή, ρωτώντας τι εννοούσε ο δήμαρχος Χαρχούδας της Λιλιπούπολης με τα λεγόμενά του. Η αντίδραση σε αυτή τη συμπεριφορά του υφυπουργού, του Μάνου Χατζιδάκι, διευθυντού του Τρίτου Προγράμματος, ήταν να ζητήσει να επαναληφθεί  τρις  η ίδια εκπομπή ώστε να το εμπεδώσει. Σε τηλεφώνημα δε της γραμματέως του πολιτικού διεμήνυσε προς τον προϊστάμενό του υπουργό πως η εκπομπή αυτή θα συνεχιστεί με την δομή και το ύφος που παρουσιάζεται και αν έχει την ηθική αντοχή ας τον απολύσει. Το συμβάν αυτό είχε και συνέχεια όταν ο έμμονος Αθανάσιος Τσαλδάρης έκανε επερώτηση στο ελληνικό κοινοβούλιο σχετική με την Λιλιπούπολη. Τότε εκμεταλλευόμενος την συγκυρία των εξελίξεων ο σκιτσογράφος – γελοιογράφος ΚΥΡ, έκανε την δική του σειρά σκίτσων την ‘Τσαλδαρούπολη’, διακωμωδώντας την ακολουθητέα  πολιτική συμπεριφορά  του υφυπουργού Προεδρίας της Κυβέρνησης. Ακόμα  και η ΚΥΠ, (μάλιστα η τότε Κρατική Υπηρεσία Πληροφοριών), θέλησε να ‘‘ψάξει’’ το όλον θέμα της Λιλιπούπολης, πιθανολογώντας ότι οι συντελεστές της εκπομπής ήταν παραφυάδα κομμουνιστικής συνωμοσίας, άρα ‘‘εσωτερικός εχθρός’’.Ο σκοταδισμός στα Μ.Μ.Ε. ήταν αρωγός της τότε κυβέρνησης.  

   Τα πρόσωπα στην Λιλιπούπολη έχουν εμφανείς συμβολισμούς, παραπέμποντάς μας σε πρόσωπα που ήταν εκείνη την εποχή στο προσκήνιο της επικαιρότητας, διαδραματίζοντας σημαντικό ρόλο στα πολιτικά πράγματα της χώρας μας. Αυτά ήταν:  

Ο Δήμαρχος Χαρχούδας είναι ο αναγνωρίσιμος πονηρός πολιτικάντης που εξαπατά  τους φακελωμένους Λιλιπουπολίτες με τις δήθεν υπηρεσίες, (εφορίες, τράπεζες, ασφαλιστικές εταιρείες), που θεωρητικά ‘‘εξυπηρετούν’’, ενώ στην πραγματικότητα εξαπατούν και απομυζούν τους πολίτες. Ο καταχθόνιος δήμαρχος φτιάχνει και ξαναφτιάχνει τη λεωφόρο Γαλάζιας Πεταλούδας, για να υποδεχθεί πρίγκιπες και μεγιστάνες, (εμφανής παραλληλισμός με την επεισοδιακή τότε ανακατασκευή της Λεωφόρου Συγγρού), για να ανελιχθεί κοινωνικά, έχοντας πάντα στο πλευρό του την ερωτευμένη μαζί του και κολλημένη στην εξουσία Πιπινέζα.

Ο μάγκας, ‘το παιδί του  λαού’,  Δυστροπόπιγγας, κλείνοντας το μάτι στην αριστερή αντιπολίτευση, αποφασίζει να διεκδικήσει την  εξουσία της Λιλιπούπολης από τον Δήμαρχο Χαρχούδα και το φαύλο κόμμα της Χαρχουδικής  Δημοκρατίας, που ναι μεν έχει εκλεγεί με δημοκρατικές εκλογές, ωστόσο όμως συνωμοτεί να εγκαταστήσει πραξικοπηματικά τη μοναρχία, βάζοντας στο θρόνο τον Πρίγκιπα της Χιονάτης. Ένθερμο συμπαραστάτη ο Δυστροπόπιγγας έχει τον καταπιεσμένο παπαγάλο της  Πιπινέζας, που αντιδρά στη χαρχουδική αφεντικίνα του, γίνεται δυστροποπιγγικός και υπονομεύει διαρκώς το δήμαρχο, φωνάζοντάς τον κοροϊδευτικά Μπούχαχα. Παραθετικά ο Δήμαρχος Χαρχούδας συνδέθηκε με την δεξιά κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, ενώ ο Δυστροπόπιγγας με την αριστερή αντιπολίτευση.

Έτσι όταν πλησιάζουν οι εκλογές ο Δυστροπόπιγγας διαλαλεί : 

Λαέ της Λιλιπούπολης, σήκωσε πια παντιέρα,

Με τον Χαρχούδα δήμαρχο δε βλέπεις άσπρη μέρα.

Κι αν ήσουνα Χαρχουδικός, καιρός να μετανιώσεις,

γίνε Δυστροποπιγγικός, αν θέλεις να προκόψεις.


Έβγαλαν οι Χαρχουδικοί δήμαρχο τον Χαρχούδα

και τη ζωή μας κυβερνά μια αρκουδοπεταλούδα.

Όμως στις άλλες εκλογές η ρόδα θα γυρίσει

κι όλη η Λιλιπούπολη εμένα θα ψηφίσει.


Ο Πρίγκιπας, είναι ένας αξιοθρήνητα γελοίος χαρακτήρας, που έχει αυτοσκοπό να κυβερνήσει με το έτσι θέλω. Μη διστάζοντας με σκανδαλώδη μάλιστα τρόπο να συνεργαστεί  με τον Δήμαρχο Χαρχούδα, για να πετύχει το σκοπό του, δεχόμενος όμως από όλους τον ψόγο και τη χλεύη, μαζί και της ίδιας της συζύγου του, της Ωραίας Χιονάτης, που απηυδισμένη από τα πονηρά τεχνάσματα του συζύγου της, σε κάποιο επεισόδιο της σειράς μονολογεί : ‘‘Απ’ όταν τελείωσε το παραμύθι και παντρεύτηκα τον Πρίγκιπα, δεν έχω δει άσπρη μέρα. Όλη μέρα γυρίζαμε σαν τους ατσίγγανους από χώρα σε χώρα μπας και βρει τίποτα κορόιδα ο Πρίγκιπας να τον κάνουν βασιλιά’’, (εμφανής παραλληλισμός για την τότε εμβρυακή Ελληνική Δημοκρατία την  διαμορφούμενη πολιτειακή κατάσταση στη χώρα μας, και τις εν κρυπτώ μεθοδεύσεις από το εξωτερικό του έκπτωτου βασιλιά Κωνσταντίνου). 

Ο περίφημος δημοσιογράφος Μπρίνης, που διαρκώς με το μικρόφωνό του μιλούσε σε μικρά και μεγάλα παιδιά για τα όσα θαυμαστά συνέβαιναν  στη Λιλιπούπολη : για τις επιστημονικές ανακαλύψεις του δόκτορος Δρακατώρ, για τις αναζητήσεις του Γλυκόσαυρου, για τη συνταγή του ‘‘πιο γλυκού γλυκού που έγινε ποτέ’’, για το ωραιότερο λουλούδι του κόσμου, το Χρυσαλιφούρφουρο, για την ιστορική απόβαση των αρχαίων Λιλιπούα, για τις λιλιπουπολιτιστικές γιορτές στο Φεγγαρονήσι στη γιορτή της Αστροφεγγιάς, και για πολλά ακόμη. Βασική του όμως επιδίωξη ήταν να βγάζει όλα τα άπλυτα του Δήμαρχου Χαρχούδα στη φόρα και ήταν πάρα πολλά  τα άπλυτά του. Βέβαια οι Λιλιπουπολίτες δεν αμφισβητούσαν πως αυτός είχε έρθει στην εξουσία με εκλογές, τις ίδιες εκλογές που κατά βάθος ο ίδιος ψάχνει τρόπο να καταργήσει, (εμφανής παραλληλισμός με την τότε περιρρέουσα πολιτική κατάσταση της χώρας και τον καταγγέλλτικο λόγο της δημοκρατικής δημοσιογραφίας).

Ο δόκτωρ Δρακατώρ, πολυτάλαντος ως ιστοριοδίφης, αρχαιολόγος, εφευρέτης, αθλητής και επιστήμων, είναι ο λόγιος της Λιλιπούπολης που ενώ κέκτηται πλήθος γνώσεων, δυσκολεύεται να τις χρησιμοποιήσει άμεσα προς όφελος των κατοίκων της Λιλιπούπολης, που τόσα περίμεναν απ’ αυτόν.

Η Όφη – Σόφη, η δασκάλα μουσικής, ένας γλυκύτατος χαρακτήρας, αλλά και ένα πρόσωπο άτεγκτο, αδιάφθορο, μακριά από κάθε συναλλαγή και δεύτερη υπόγεια σκέψη, η οποία συνήθιζε να λέει για τη μουσική : Η μουσική θέλει κόπο και μόχθο. Μπαίνεις στο Ωδείο μωρό και βγαίνεις με το μπαστουνάκι. (Η Όφη - Σόφη ήταν το ραδιοφωνικό ψυχοπαίδι του Μάνου Χατζιδάκι, ο οποίος περιφρονούσε τα Ωδεία και με ότι πίστευε πως αυτά συμβόλιζαν. Βεβαίως συνεργάστηκε με μερικούς από τους πιο ταλαντούχος αποφοίτους αυτών). 

   Η Λιλιπούπολη ως πρωτοπόρα, τολμηρή και ανατρεπτική εκπομπή για την εποχή της σε όλα τα επίπεδα, ήταν αυτή που μίλησε πρώτη τότε για την οικολογία, όταν αυτή η έννοια δεν κυκλοφορούσε ακόμα στην ‘πιάτσα’. Ο Σιδερομάσας, είναι το θορυβώδες, αχόρταγο και ρυπογόνο μηχάνημα, που φτιάχνει άχρηστα καταναλωτικά αγαθά για ψεύτικες ανάγκες, ώσπου τινάζεται μια μέρα στον αέρα μολύνοντας το περιβάλλον.

Αλήθεια μετά από τόσα χρόνια πόσο σύγχρονο και πόσο επίκαιρο ακούγεται σήμερα ένα τραγούδι σαν αυτό. :


Στη βιομηχανική πλευρά του Πόρτο Λίλι

ένα μόνο μηχάνημα θα δεις.

Σιδερομάσας είναι τ’ όνομά του

το ξακουστό στα πέρατα της γης.


Μάσα, Σιδερομάσα, μάσα, Σιδερομάσα, μάσα δυνατά,

πετρέλαιο, βενζίνα, κοκ και ορυκτά.

Και βγάζε, βγάζε, βγάζε απανωτές,

κονσέρβες, σαγιονάρες, τσίχλες ευωδιαστές.

Και βγάζε, βγάζε, βγάζε απανωτές,

νάιλον σακούλες, σκόνες χρωματιστές

φορμάικες, λεκάνες και βάρκες φουσκωτές

και ό,τι άλλο θέλουν οι καταναλωτές.


Είσαι της επιστήμης το καμάρι,

είσαι της τεχνικής ο ‘‘Παρθενών’’

και σε ζητωκραυγάζουν μ’ ένα στόμα

οι τεχνοκράτες όλων των χωρών! 


Αξεχώριστο δομικό στοιχείο του παιδικού σύμπαντος είναι βεβαίως και τα χρώματα. Στην Λιλιπούπολη, που σε πολλά σημεία  η εκπομπή θύμιζε μιούζικαλ, το κάθε χρώμα ζωντάνευε, προσωποποιούταν, μας διέγειρε συναισθηματικά και είχε το δικό του τραγούδι. Το πράσινο που είναι το χρώμα της εύφορης γης, αλλά και της Άνοιξης, της αναγέννησης της ζωής και  της ελπίδας, έλεγε χαρακτηριστικά.:


Το χοντρό μπιζέλι χορεύει τσιφτετέλι

χορεύει τσιφτετέλι στο χορό των μπιζελιών  

και τα κολοκυθάκια χτυπάνε παλαμάκια

πάνω στην πρασινάδα και πάνω στο γκαζόν.


Βλίτα και σπανάκι χορεύουνε συρτάκι

χορεύουνε συρτάκι στο χορό των μπιζελιών                

κι  η μπάμια η μεγάλη χορεύει πεντοζάλη           

πάνω στην πρασινάδα και πάνω στο γκαζόν.


Μ’ ένα πράσινο καινούργιο παπιγιόν

προχωρώ για τον χορό των μπιζελιών.

Ήρθ’ η ώρα πια κι εγώ, ήρθ’ η ώρα πια κι εγώ

να χορέψω με λαχτάρα, αγκαλιά με μια αγκινάρα

το πρώτο μου ταγκό.


Το καφέ χρώμα, του ξύλου και της χέρσας γης, το χρώμα του σκυθρωπού Φθινοπώρου, μας το προσδιόριζε με διακριτικό τρόπο το ακόλουθο τραγούδι. :

Μια αρκούδα καφέ, μια αρκούδα καφέ,

τρέχει φορτωμένη μ’ ένα ξύλινο μπουφέ.

Αρκούδα καφέ, αρκούδα καφέ,

τι θα βάλεις πες μου μες στον ξύλινο μπουφέ;


Θα βάλω μια ψητή μπριζόλα,

ζεστή φακή στην κατσαρόλα.

Ένα καφέ με το καϊμάκι

κι ένα χοντρό σοκολατάκι

και μοναχή μου θα πλαγιάσω

δίπλα στον μπουφέ μου να ξεχειμωνιάσω.


Και το ροζ, το χρώμα του ονείρου και της απαλότητας, είχε το δικό του τραγούδι.:

Στη ροδοζαχαρένια παραλία

μιλούσαν όλοι για τη Ρόζα Ροζαλία,

που ‘χε στα δυο της μάγουλα

λιγάκι κρέμα φράουλα

κι έβγαζε βόλτα μες στην ροζ ανατολή,

το γουρουνάκι της το τριανταφυλλί.


Στη ροδοζαχαρένια παραλία

μιλούν ακόμα για τη Ρόζα Ροζαλία

και λένε πως την Άνοιξη,

σα ρόδινη ανάμνηση,

περνάει πέρα μες στη ροζ ανατολή,

το γουρουνάκι της το τριανταφυλλί.


Αχ Ρόζα, Ρόζα Ροζαλία

πάμε μαζί στη συναυλία,

ν’ ανθίσει μ’ όλα τα βιολιά

μια ροζ μεγάλη βυσσινιά, στο πρώτο μας φιλί.


Αλλά και το χρώμα κίτρινο, το χρώμα του ήλιου και των ώριμων σταχυών του σιταριού το καλοκαίρι, έχει το τραγούδι του. :

Μια κολυμβήτρια Κινέζα

δίνει βουτιά στη μαγιονέζα

και κολυμπάει σαν δελφίνι

με ένα κίτρινο μπικίνι. 


Χτύπα τα πόδια σου Κινέζα

για να μη κόψει η μαγιονέζα.


Ένα βαπόρι που σφυρίζει

όλη τη μαγιονέζα σκίζει

και μπαμ μπαμ μπαμ  με δυο κανόνια

πετάει κίτρινα πεπόνια,

τυρί κασέρι φέτες φέτες

και χρυσαφένιες ομελέτες.


Ο καπετάνιος στο τιμόνι

τρώει μια φλούδα από λεμόνι

 και μόλις βλέπει την Κινέζα

πέφτει κι αυτός στη μαγιονέζα.


Κι η μαγιονέζα ξεχειλίζει

κι όλο τον κόσμο πλημμυρίζει.


Βάφονται κίτρινα τα σπίτια

κι ο ουρανός με τα σπουργίτια.

Βάφονται κίτρινα τα τζάμια,

οι θάλασσες και τα ποτάμια,

βάφονται κι όλα τα λυθρίνια

κίτρινα σαν τα καναρίνια. 


Όσο για το ζεστό κόκκινο χρώμα,  το χρώμα  της φωτιάς, δεν θα μπορούσε να μείνει παραπονεμένο. Στον κόσμο της Λιλιπούπολης, είχε και αυτό το δικό του τραγούδι. :

Η κυρία Φωτεινή

κάνει σούπα κόκκινη.

Βάζει μέσα βυσσινάδα

και παντζάρια μαρμελάδα

κι ένα κόκκινο ρουμπίνι

κι αστακούς από τη Μυτιλήνη.


Η κυρία Φωτεινή

κάνει σούπα κόκκινη.


Σκύβει και τη δοκιμάζει

και τον άνδρα της φωνάζει.

Ρίξε κόκκινο πιπέρι

για να γίνει δυνατή.


Αχ! Τι σούπα είναι τούτη

μπαμ θα κάνει σαν μπαρούτι

και ψηλά θα τιναχτεί.


Η κυρία Φωτεινή

κάνει σούπα κόκκινη.


Βάζει μέσα δυο ντομάτες

παπαρούνες μυρωδάτες

κόκκινα κεράσια τρία

και μια πυροσβεστική αντλία.


Η κυρία Φωτεινή

κάνει σούπα κόκκινη.


Στη Λιλιπούπολη η ευγένεια, η αγάπη, η τρυφερότητα εκδηλωνόταν πάντα με ένα ωραίο τραγούδι πάνω σε έναν ελαφρύ ρυθμό. Αυτή η γλώσσα της μουσικής παρουσιάζονταν τόσο φρέσκια, τόσο ζωντανή, τόσο προκλητική, τόσο παιδική και άμεση που όποιος την καταλάβαινε αισθάνονταν μια απέραντη ευχαρίστηση. :


Στα λαγκάδια της Λιλιπούπολης

βγαίνει ένα λουλουδάκι

που το λεν Χρυσαλιφούρφουρο

και μοιάζει με χρυσό τριανταφυλλάκι.  

Φύσα, φύσα το Χρυσαλιφούρφουρο,

φύσα  το την Άνοιξη να φέρεις.

Κι αν πετάξει σαν φτερό και πούπουλο,

κάποιος σ’ αγαπάει και δεν το ξέρεις.


Χρυσαφένια φλουράκια κρέμονται

κάτω από τα πέταλά του

και στου Ζέφυρου το παιχνίδισμα

σαν να κουδουνίζει κάπου κάπου.


Φύσα, φύσα το Χρυσαλιφούρφουρο,

που κρατάς την Άνοιξη στο χέρι.

Κι αχ! Αν γίνει σκόνη και χρυσόσκονη,

κάποιον αγαπάς και δεν το ξέρει.


Ένα ταξίδι στο μαγικό κόσμο της Λιλιπούπολης, γίνονταν μόνο με ένα καράβι, το ανθισμένο καράβι τον Φίστικο που όλοι οι Λιλιπουπολίτες πολύ το αγαπούσαν  και γεμάτοι με χαρούμενα αισθήματα τραγούδαγαν. :


Δεν είναι ψάρι με πράσινα φτερά

είναι καράβι που σκίζει τα νερά,

είν’ ο Φίστικος που τρέχει με σαράντα πέντε

χρυσά κουπιά και στη μέση για κατάρτι έχει

μια πράσινη φιστικιά. 


Στο Πόρτο Λίλι θα τρέξω μια βραδιά

να μπω στον Φίστικο μ’ όλα τα παιδιά

και θα φύγουμε ταξίδι σε λιμάνια ξένα

και μακρινά να μοιράσουμε παντού καλάθια

με φιστίκια θαλασσινά.


Από την Λιλιπούπολη όμως δεν έλειπε ούτε η συναισθηματική φόρτιση, ούτε η ψυχική οδύνη που θα  μπορούσε να δημιουργήσει ο αβάσταχτος πόνος του αποχωρισμού των κατοίκων της από την πολυαγαπημένη τους πόλη. Και αυτό εκφράζονταν  πάλι με το τραγούδι, απαριθμώντας τα αγαπημένα πρόσωπα που θα τους λείψουν. :


Τώρα που πας κι εσύ στη Λιλιπούπολη

χαιρέτησέ μου το δήμαρχο Χαρχούδα,

την Πιπινέζα, τον Δυστροπόπιγγα

και τον δόκτορα Δρακατώρ.


Κι αν δεις τον Άσπρο Μπέμπαντα

πες του πως δεν τον ξέχασα,

μα όπως πάντα τον θυμάμαι

όσα χρόνια κι αν περνάνε.


Πότε θα ξαναδώ το Πόρτο Λίλι

και την αρχαία πόλη Πάπουα Λίλι,

πότε στη Λίλιτσα θα ξαναπερπατήσω,

πότε, αχ, πότε θα ξαναγυρίσω;


Ποτέ δε θα ξεχάσω κάποια δύση

στο χρυσοκόκκινο Φεγγαρονήσι,

αχ Λιλιπούπολη τον κόσμο κι αν γυρίσω,

άλλο νησί δε θα ξαναγαπήσω.


Αντίο Λιλιπούπολη, αντίο, αντίο,

παίρνω το πατίνι μου, το άλογο, το πλοίο,

παίρνω το τραίνο της γραμμής, παίρνω τα’ αεροπλάνο

και φεύγω Λιλιπούπολη, φεύγω μακριά, σε χάνω. 


Στη Λιλιπούπολη η μουσική και τα τραγούδια δεν ήταν ένα διακοσμητικό στοιχείο στο όλο σκηνικό της, αλλά αντιθέτως έπαιζαν καθοριστικό ρόλο στην διαμόρφωση  του σεναρίου της. Κάθε επεισόδιο αποκάλυπτε στους ακροατές καινούργιες μελωδίες και λόγια ποιητικά. Η ποίηση που άνθιζε στη Λιλιπούπολη ήταν από τα πιο δροσερά, τα πιο όμορφα πράγματα που είχαν συμβεί μέχρι τότε στην Ελλάδα. Οι παιδικοί στίχοι έκρυβαν μεγάλες αλήθειες και άντεχαν να παρωδούν τα πάντα με χαριτωμένη οξύνοια. Οι εκφραστικά αθώες φωνές με ευκολία παρέπεμπαν σε χαρακτήρες της διπλανής πόρτας αλλά και του διπλανού ονείρου. Οι στίχοι των λυρικο-ονειρικών τραγουδιών της Λιλιπούπολης, αποτελούσαν πραγματικά μέγιστο γεγονός για την νεότερη ποίησή μας. Οι στίχοι των τραγουδιών συμπλήρωναν τα κείμενα, μιλώντας με λόγια ουσιαστικά και όχι δήθεν ‘‘παιδικά’’, έτσι ώστε να αποτελούν ένα αναπόσπαστο κομμάτι στο όλο ιστορικό της Λιλιπούπολης, τροφοδοτώντας  την φαντασία των μικρών και μεγάλων φανατικών της ακροατών. Τα τραγούδια της Λιλιπούπολης δεν είναι λαϊκά τραγούδια, ούτε η μουσική της είναι σε μοτίβα λαϊκά. Είναι μουσική γραμμένη από πεπαιδευμένους επαγγελματίες συνθέτες,  καταγεγραμμένη νότα - νότα μέχρι την ενορχήστρωση και το κυριότερο, γραμμένη με πρόθεση να αναβαθμίσει το αισθητήριο των παιδιών, των νέων, (και όχι μόνο), ακροατών της μεταπολιτευτικής ραδιοφωνίας. Όλοι οι συνθέτες της Λιλιπούπολης είχαν καταλάβει ότι, αν ένα τραγούδι δεν είναι καλό για τους μεγάλους, δεν μπορεί να είναι καλό για τα παιδιά. Άλλωστε, τα παιδιά άκουγαν ανέκαθεν τα τραγούδια που άκουγαν και οι μεγάλοι. Έτσι συνθέτες και στιχουργοί μαζί, με τη μουσική και τα τραγούδια τους, δημιούργησαν στη Λιλιπούπολη, έναν μοναδικό συνδυασμό του αυθορμητισμού και της απελευθερωμένης φαντασίας από τη μια, και του έντεχνου λεπτομερούς σχεδιασμού από την άλλη. Με αυτόν τον τρόπο η μουσική και τα τραγούδια που εκφράζανε την νοσταλγία μιας υπερρεαλιστικής αθωότητας, συνέθεσαν το θαύμα της Λιλιπούπολης.

   Η Λιλιπούπολη αποτελεί ίσως την καλύτερη παρακαταθήκη της ραδιοφωνικής εποχής του Μάνου Χατζιδάκι ως διευθυντού του Τρίτου Προγράμματος και, σίγουρα, τη σημαντικότερη συνεισφορά των συνθετών της μεταπολιτευτικής γενιάς στην υπόθεση ποιοτικό τραγούδι για τα παιδιά, τους νέους, (και όχι μόνο γι’ αυτούς). Η Λιλιπούπολη ωστόσο ήταν και κάτι παραπάνω, ήταν μια ονειρική αλληγορική μικρογραφία της σύγχρονης νεοελληνικής κοινωνικής πραγματικότητας. Ο Μάνος Χατζιδάκις αποτυπώνει την άποψή του για την Λιλιπούπολη, και τους συντελεστές της, στο κείμενό του το οποίο συνόδευε την έκδοση του πρώτου δισκογραφικού άλμπουμ, το 1980, ‘‘Εδώ Λιλιπούπολη’’.

   ‘‘Η Λιλιπούπολη υπήρξε γέννημα μιας φιλελεύθερης και πειραματικής ραδιοφωνίας από τη μια, του Τρίτου Προγράμματος, κι από την άλλη, μιας ομάδας νέων ανθρώπων με πολύ ταλέντο που συγκεντρώθηκαν στο Τρίτο και δούλεψαν ελεύθερα με κέφι με αξιοπρέπεια και αυτοσεβασμό.

    Αυτό βέβαια δεν στάθηκε εμπόδιο στο να εξοργιστεί η αντιδραστική παραδημοσιογραφία του ελληνικού Τύπου που χαρακτήρισε την Λιλιπούπολη σαν … κομουνιστική. Ίσως γιατί πρώτη φορά κάποιοι μιλούσαν στα παιδιά υπεύθυνα, με καθαρή ποιητική γλώσσα, θίγοντας θέματα που βασανίζουν και πονάν τον τόπο, κι όχι σαν εκπαιδευτική ή γονείς ανόητοι που συμπεριφέρονται στα παιδιά, λες και αποτείνονται σε υποανάπτυκτους και ατελείς οργανισμούς με θέματα ανώδυνα και γλώσσα απονεκρωμένη και συμβατική.

   Όμως εκεί που θέλω να σταθώ, είναι στο περιεχόμενο αυτών των δίσκων που είναι η μουσική και οι στίχοι των τραγουδιών της Λιλιπούπολης. Την μουσική την γράψανε τρεις νέοι συνθέτες, - η Λένα Πλάτωνος, ο Δημήτρης Μαραγκόπουλος και ο Νίκος Κυπουργός, - προικισμένοι  και οι τρεις με αληθινό μουσικό ταλέντο, με καλλιέργεια και ευφυΐα, που μαζί με την ευφάνταστη και τεχνικώτατη ενορχήστρωση που οι ίδιοι έκαναν στα τραγούδια τους, σφραγίσανε μελωδικά την φημισμένη αυτή εκπομπή του Τρίτου, με τρόπο ανεξίτηλο. Και η Μαριανίνα  Κριεζή που έγραψε όλους τους στίχους, με ιδιοφυΐα κατάφερε να ξαναζωντανέψει ελληνικές λέξεις χρήσεως καθημερινής, να της αναπλάσει και να τις τοποθετήσει ευαίσθητες, νεανικές σαν να γεννήθηκαν χτες, μεσ’ στους ευρηματικούς στίχους των τραγουδιών. Και πέτυχαν και οι τέσσερις, ένα μοναδικό και λαμπερό επίτευγμα μουσικής και ποίησης για τα παιδιά και για το ραδιόφωνο. Ανεπανάληπτο και καθοριστικό μέσ’ στην ελληνική πραγματικότητα.

   Γι’ αυτό είμαι δικαιολογημένα υπερήφανος που είδα πρώτος την σημασία της Λιλιπούπολης, σαν διευθυντής του Τρίτου πριν από πέντε περίπου χρόνια και που διευθύνω σήμερα σαν μουσικός τα τραγούδια της στην πρώτη  δισκογραφικής τους παρουσία. Είμαι δε σίγουρος ότι συμβάλλω σ’ ένα αποτέλεσμα πολύ υψηλού επιπέδου που δεν στοχεύει μόνο στα παιδιά, αλλά σ’ ολόκληρη την σύγχρονη νεανική ευαισθησία του τόπου μας’’.      

   Η δημιουργός της Λιλιπούπολης Ρεγγίνα Καπετανάκη, δανείστηκε τη δομή του αμερικανικού προγράμματος ‘‘Sesame Street’’ – το οποίο είχε παρακολουθήσει στη διάρκεια της παραμονής της στις Η.Π.Α. τα προηγούμενα χρόνια – και από κοινού με τη Ελένη  Βλάχου δούλεψαν τα ‘‘χωροταξικά’’, τα ονόματα, τα τοπωνύμια, τον τίτλο, τη δυναμική των προσώπων, το φανταστικό στοιχείο, αλλά κυρίως το ποιος θα ήταν ο σκοπός και ποια μηνύματα θα περνούσαν στους μικρούς ακροατές, με αλήθεια, χιούμορ και φαντασία. Σε δηλώσεις της αναφερόμενη στη Λιλιπούπολη, είχε επισημάνει :  ‘‘Με τον Μάνο Χατζιδάκι ήμασταν φίλοι από χρόνια. Όταν το 1975 ανέλαβε τη διεύθυνση του Τρίτου Προγράμματος, μου είπε : ΄΄Σκέψου κάτι για τα παιδιά΄΄. Μου ήρθε η ιδέα της Λιλιπούπολης, τα ονόματα των περιοχών και των ηρώων. Πρότεινα στην Ελένη Βλάχου να οργανώσουμε μαζί την προετοιμασία της εκπομπής. Για μας το ραδιόφωνο ήταν το πιο ενδιαφέρον από τα Μ.Μ.Ε., διότι είναι η δίοδος προς την αχαλίνωτη ελευθερία της φαντασίας. (…) Η Λιλιπούπολη ήταν μια εντελώς φανταστική υπόθεση. Κανένας από τους χαρακτήρες δεν συμβόλιζε κάποιον πολιτικό, ούτε ήταν κομμουνιστική, κεντρώα ή δεξιά. Κατ’ ουδένα τρόπο. Ο καθένας έλεγε, βέβαια, το μακρύ και το κοντό του, αλλά στις δικές μας προθέσεις δεν ήταν να κάνουμε πολιτική. Εμείς θέλαμε να κάνουμε μια εκπομπή εκπαιδευτική η οποία να σέβεται τη νοημοσύνη των μικρών παιδιών, σε αντίθεση με ό,τι προϋπήρχε. (…). Το  Τρίτο Πρόγραμμα  του Μάνου Χατζιδάκι ήταν μια σπάνια περίπτωση. Μας ενέπνευσε μέσα μας τόσο μεγάλη εμπιστοσύνη για το έργο μας, που μας υποχρέωνε να κυνηγάμε πάντα το τελειότερο. Δεν  επενέβη ποτέ και σε καμιά περίπτωση για να μας πει τι γράφετε, τι κάνετε’’.

 Χαρακτηριστικό για τις αντιδράσεις που είχε προκαλέσει η εκπομπή, είναι και το σχετικό απόσπασμα του κειμένου της στην έκδοση ‘‘Εδώ Λιλιπούπολη – Τα τραγούδια’’, (εκδόσεις ΙΑΝΟΣ 2010) : ‘‘Ζήσαμε τη μεγάλη χαρά και ικανοποίηση και από την άλλη την αγανάκτηση με τη στείρα γενική διεύθυνση της ΕΡΤ, η οποία, για να κάνει πόλεμο στον Μάνο, δεν μας πλήρωνε για ολόκληρες εβδομάδες ή έπαιρνε τις μπομπίνες των εκπομπών μας και ασκούσε λογοκρισία. Ο Μάνος γινόταν έξαλλος και συχνά ήταν ο κυματοθραύστης κακών μαντάτων. Πολλές φορές παραιτήθηκε ο Μάνος και όλοι  οι συνεργάτες τον ακολούθησαν! Αυτό εκνεύριζε η γενική διεύθυνση όταν έβλεπε με πόση αφοσίωση και ενότητα ήταν πάντα στο πλευρό του Μάνου οι συνεργάτες του. Δεν ήταν καθόλου ευχάριστα τα πράγματα  στις κρατικές υπηρεσίες και προπαντός στην Ελληνική Ραδιοφωνία, αλλά επειδή ήμασταν νέοι δεν υπολογίζαμε τίποτα και δεν υπολογίζαμε τίποτα και κανέναν γιατί ο γενναιόδωρος και γενναίος Μάνος ήταν εκεί για μας’’.    

   Η μοναδική στιχουργός της Λιλιπούπολης Μαριανίνα Κριεζή, γνωρίζοντας καλά τον κόσμο των παιδιών, και μαζί όλα τα πράγματα που τον αποτελούν, το παιχνίδι, την αγάπη , τα γλυκά, είχε προσαρμόσει ανάλογα το λεξιλόγιο των στίχων της. Δεν είναι τυχαίο που πολλά από τα τραγούδια της σειράς τραγουδήθηκαν από όλους τους ευαίσθητους ενήλικες που απολαυστικά υπέκυπταν στην γοητεία, όσο και την απλότητα των στίχων. Ήταν το πρωινό της 19ης Δεκεμβρίου του 1977 όταν οι ακροατές του Τρίτου Προγράμματος άκουγαν τη φωνή της Μαριανίνας Κριεζή να αναγγέλλει την έναρξη της Λιλιπούπολης.    

   ‘‘Παιδιά … όλοι στα ραδιόφωνά σας! Έχουμε για  σας μια μεγάλη έκπληξη. Σήμερα το καινούργιο Τρίτο Πρόγραμμα θα συνδεθεί επιτέλους με τη Λιλιπούπολη. Όλοι στα ραδιόφωνά σας… Έτοιμοι; Σας συνδέουμε τώρα με τον ραδιοφωνικό σταθμό της Λιλιπούπολης!’’.

Έτσι ξεκίνησε η Λιλιπούπολη με αυτά τα απλά λόγια της στιχουργού, η οποία σε μετέπειτα δηλώσεις της είχε πει : ‘‘Η Λιλιπούπολη ξεκίνησε σαν μια εκπομπή για να μαθαίνουν τα πολύ μικρά παιδιά τι είναι το κόκκινο χρώμα, τι το πράσινο, τι είναι το κοντά, τι το μακριά, το μικρό, το μεγάλο…’’. Αρχικά η εκπομπή θεωρήθηκε αποτυχημένη και η ίδια αναφέρει: ‘‘Το 1976 κανένας δεν άκουγε την εκπομπή. Ήταν μια κακή εκπομπή, θα έλεγα. Κάποια στιγμή πήγα εγώ η ίδια στον Γιώργο Κουρουπό και του ζήτησα να σταματήσουμε. Εκείνος μου είπε: ΄΄Συμφωνώ απολύτως, δεν σας ακούει κανείς. Έχετε όμως έναν και μόνο φανατικό θαυμαστή, τον Μάνο Χατζιδάκι. Γι’ αυτό η εκπομπή θα συνεχιστεί΄΄. Ο Χατζιδάκις ήταν ο κυματοθραύστης όλων των  αντιδράσεων. Ήμασταν προστατευμένοι όσο δεν υπήρξε ποτέ κανένας εργαζόμενος σε ραδιοφωνικό σταθμό’’. Κατά την εκτίμησή της  η εκπομπή βελτιώθηκε ριζικά όταν η Άννα Παναγιωτοπούλου μπήκε στην ομάδα που συνέγραφε τα κείμενα και αναφέρει σχετικά : ‘‘Μπήκε στη  εκπομπή ο προφορικός θεατρικός λόγος. Άρχισαν οι ήρωες να αποκτούν χαρακτήρα. Άρχιζε να αλλάζει η θεματολογία. Η Λιλιπούπολη πήρε πολιτική διάσταση, συνέβαιναν γεγονότα, γίνονταν εκλογές όπως κάνουν οι μεγάλοι’’. Και καταλήγει: ‘‘Με τη Λιλιπούπολη αναδείχθηκε μια άλλη θεματολογία στο τραγούδι. Ο στίχος επικεντρώθηκε στα αντικείμενα προσωπικής χρήσης, προετοιμάζοντας το νέο περιβάλλον του στίχου της δεκαετίας του ’80. (…) Δεν αποτελεί μνημείο η Λιλιπούπολη. Δεν είναι η Ακρόπολη. Απλώς γιγαντώνεται εκ των πραγμάτων λόγω του ότι δεν έγινε τίποτε ύστερα από αυτήν’’.

   Σημαντικό είναι να επισημάνουμε ότι οι τέσσερις συνθέτες που εργάστηκαν για τη Λιλιπούπολη το 1977 ήταν από 17 ως 27 ετών. Γι’ αυτό και η μουσική τους γλώσσα ήταν τόσο φρέσκια, τόσο ζωντανή, τόσο προκλητική, τόσο ευθύβολη, παιδική και άμεση. Το αρμονικό τους λεξιλόγιο δανείζεται από την τζαζ, όλα τα μουσικά ρεύματα του 20ου αιώνα, και - ιδιαιτέρως στη μουσική της Λένας Πλάτωνος - τα ψυχεδελικά ηλεκτρονικά ακούσματα της δεκαετίας του 1970. Οι ρυθμοί, δε, που χρησιμοποιούν στη μουσική τους ξεκινούν από τα σαλονάτα βαλς, περνούν από την βραζιλιάνικη μπόσα νόβα και φτάνουν μέχρι το ανατολίτικο τσιφτετέλι, αλλά και το ελληνικότατο χασάπικο, ενώ σε δύο περιπτώσεις ακούγονται δύο καλαματιανά για να περιγράψουν βουκολικές σκηνές στον Λιλιγρό, την εύφορη πεδιάδα του νησιού. :

Σαράντα γιδοπρόβατα και εξήντα δυο μοσχάρια,

βελάζουνε ανάμεσα στα πράσινα πουρνάρια.

Παιδιά της Λιλιπούπολης με γκλίτσες και ταγάρια,

ας τρέξουμε στη Λίλιτσα και στα παχιά χορτάρια.

   Ο Δημήτρης Μαραγκόπουλος, εκ των συνθετών των τραγουδιών της Λιλιπούπολης, αναφέρει σε δηλώσεις του μεταξύ  άλλων : ‘‘Η διαδικασία σύνθεσης των τραγουδιών θύμιζε αυτήν της παραγωγής φρέσκου ψωμιού – από την παραγωγή στην κατανάλωση. Η Μαριανίνα Κριεζή έγραφε τους στίχους. Μας τους έδινε, γράφαμε την ίδια μέρα τη μουσική  και το ίδιο απόγευμα  ενορχηστρώναμε’’. (…) ‘‘Ούτε εμείς ούτε η Μαριανίνα Κριεζή νιώθαμε πως δημιουργούσαμε για παιδιά. Αφενός δεν συμφωνούσαμε με την αντίληψη ότι τα παιδιά είναι καθυστερημένοι ενήλικες, αφετέρου πολλοί από την παρέα ήταν νέοι γονείς και αυτοσαρκάζονταν. Φανταστείτε ότι αρκετές λέξεις που χρησιμοποιούσαμε τις είχαν εφεύρει τα παιδιά μας’’. Αναφερόμενος ο συνθέτης σε όσους ενοχλήθηκαν από τη Λιλιπούπολη, επισημαίνει : ‘‘… Η Λιλιπούπολη υπήρξε ένα πρόγραμμα τολμηρό και ανατρεπτικό για την εποχή του σε όλα τα επίπεδα, απ’ το πολιτικό μέχρι το οικολογικό…’’.  Και προσθέτει : ‘‘…Αυτό πού κυρίως ενόχλησε ήταν οι συχνές αναφορές στην επικαιρότητα. Μπορεί να μην κάναμε επιθεωρησιακή εκπομπή, ωστόσο οι διάλογοι που έθιγαν τις σχέσεις των παιδιών με τους γονείς ή με την κοινωνία θεωρήθηκαν ιδιαιτέρως τολμηροί…’’.

    Και η συνθέτρια τραγουδιών της Λιλιπούπολης, Λένα Πλάτωνος, κάνοντας το ντεμπούτο της, αναφέρει γι’ αυτήν : ‘‘Στη Λιλιπούπολη είχαμε μια χημεία μοναδική που δεν θέλαμε να τη χαλάσουμε. Η περιοχή ήταν δική μας και δεν θέλαμε να παρεισφρήσει κάποιος άλλος. Ήμασταν ένα μαιευτήριο καταπληκτικό που είχε θέση για όλων των ειδών τα παιδιά’’.

Θυμάται όμως και την καταλυτική παρουσία του Μάνου Χατζιδάκι. ‘‘Είχε μοναδική μόρφωση, έδινε πρωτοβουλίες, τα τραγούδια που γράφαμε τα άκουγαν οι άλλοι συνθέτες και έλεγαν τη γνώμη τους και, το κυριότερο, καθιερωνόμασταν εύκολα και παίρναμε τα λεφτά μας αμέσως. Αυτό είναι το πρώτο και κύριο για τον μουσικό. Αισθάνεται πληρότητα και κάνει ίσως καλύτερα την επόμενη δουλειά του. Η Λιλιπούπολη ήταν επαναστατικό και κλασικό έργο. Απομυθοποιούσε τα φοβικά και εξουσιαστικά σύμβολα, ενώ ταυτοχρόνως είχε θέση και άποψη’’.    

   Αλλά και η ερμηνεύτρια τραγουδιών της Λιλιπούπολης, Σαβίνα Γιαννάτου, σε δηλώσεις της σε αθηναϊκή εφημερίδα είχε πει. : ‘‘Αυτό που χαρακτήριζε και συνεχίζει να χαρακτηρίζει τη Λιλιπούπολη, είναι το δημιουργικό κλίμα και η απόλυτη ελευθερία μέσα στην οποία λειτουργούσαμε. Όλη αυτή η ομάδα όμως είχε μια τρομερή άμιλλα. Μια άμιλλα η οποία έβγαινε στη δουλειά μας. Ίσως σημαντικό ρόλο σε όλο αυτό το σκηνικό να έπαιζε και το γεγονός ότι όλοι τότε ήμασταν νέοι και μπορούσαμε να αντιληφθούμε τι ήθελαν να ακούσουν τα παιδιά. Αν και στο βάθος η Λιλιπούπολη δεν απευθύνονταν μόνο στα παιδιά αλλά και σε όλους όσοι ήθελαν να νιώσουν σαν παιδιά. Αυτό επίσης που θυμάμαι είναι ότι ο Μάνος Χατζιδάκις δεν επενέβη ποτέ. Και αν το έκανε κάποιες φορές, αυτό ήταν για να προστατεύσει τους συνθέτες. Τότε ειδικά το κοινό του Τρίτου ήταν πάρα πολύ δύσκολο. Άκουγαν το κομμάτι και αν δεν τους άρεσε το σχολίαζαν αμέσως ή, για να ακριβολογώ, έπεφτε παγώμαρα στην αίθουσα  ηχογράφησης. Τότε ήταν πολύ σοβαρό γεγονός να παρουσιασθεί ένα κομμάτι σου στο ραδιόφωνο του Τρίτου…’’.

   Τελευταία φορά που μεταδόθηκε η Λιλιπούπολη από το Τρίτο Πρόγραμμα ήταν την Παρασκευή στις 16 Μαΐου 1980. Εκτός από τις ποικίλες αντιδράσεις που προκαλούσε η εκπομπή καθ’ όλη την περίοδο της μετάδοσής της, ταυτόχρονα το μεγάλο κόστος παραγωγής της, επειδή απαιτούνταν συνέχεια νέα τραγούδια και ζωντανές ηχογραφήσεις, επιβάρυνε το κλίμα, παρόλο που ο Μάνος Χατζιδάκις με υπερπροσπάθειες προστάτευε τόσο οικονομικά, όσο και πολιτικά την εκπομπή. Όμως η περιρρέουσα ατμόσφαιρα είχε αλλάξει, και ο κύκλος πλέον της εκπομπής αυτής είχε κλείσει. Ο Μάνος Χατζιδάκις αισθανόμενος υπό προθεσμία διευθυντής του Τρίτου Προγράμματος είχε κουραστεί και ήθελε να χαράξει νέα πορεία, να κάνει άλλα πράγματα, που θα ολοκληρώνανε το διερευνητικό και ανήσυχο πνεύμα του.  

   Η αντισυμβατική ως προς τον χαρακτήρα της Λιλιπούπολη, όπως πολλά καλλιτεχνικά έργα και πολλοί δημιουργοί, δεν είχε από την αρχή την αποδοχή που κέρδισε με τα χρόνια. Πολεμήθηκε αρκετές φορές, κυρίως από τα κέντρα εξουσίας, γιατί ενοχλούσε με τον ανατρεπτικό της λόγο, με τις αλήθειες που έλεγε, με τα θέματα πολιτικής επικαιρότητας που σατίριζε περνώντας τα μέσα από  τις ιστορίες της. Ίσως γι’ αυτό να πείραξε κάποιους, εντός και εκτός της όποιας εξουσίας. Γιατί είναι σαν να άκουγαν τους εαυτούς τους στο ραδιόφωνο. Η ζωή στη Λιλιπούπολη  ήταν ένας ατομικός, κοινωνικός και πολιτικός αγώνας ανάμεσα στο καλό και το κακό, όσο κι αυτή κινούνταν ανάμεσα στα πέπλα του αστεϊσμού. Πρόκειται για πικρή σάτιρα, πιο ανατριχιαστικά επίκαιρη από ποτέ στην εποχή των μεγάλων διαψεύσεων, του σαρωτικού ατομικού και μαζικού επαναπροσδιορισμού μέσα από την απόλυτη φθορά ονείρων και ψευδαισθήσεων. Ποτέ άλλοτε δεν μαζεύτηκαν τόσο πολλοί καλλιεργημένοι, ταλαντούχοι και δονούμενοι από πνεύμα συλλογικότητας νέοι καλλιτέχνες, υπό καθεστώς απόλυτης δημιουργικής ελευθερίας, έχοντας παράλληλα αυστηρούς μηχανισμούς αυτοελέγχου, στο αναρχικό πλαίσιο που τους διασφάλιζε ο διανοούμενος και ραδιοφωνικός τους πατέρας, Μάνος Χατζιδάκις.

Όπως πολλά πράγματα του συνειδητά ή ασυνείδητα ωραιοποιημένου παρελθόντος, έτσι και η Λιλιπούπολη κατέχει μια ιδιαίτερη θέση στη μνήμη των ανθρώπων, είτε την άκουγαν από παλιά, είτε την έμαθαν από τους δίσκους με τα τραγούδια και τις περιπέτειες των ηρώων της. Σε καμιά περίπτωση όμως η Λιλιπούπολη δεν ήταν μόνο μια ραδιοφωνική εκπομπή του χθες που ακούμε σήμερα με νοσταλγία, γιατί μας θυμίζει τα νεανικά ή τα παιδικά μας χρόνια. Η Λιλιπούπολη θα παραμένει μια ζωντανή μικρογραφία της πόλης μας, της γειτονιάς μας, του περίγυρού μας. Είμαστε όλοι εμείς με τις καλές και τις κακές μας στιγμές. Με την αλήθεια αλλά και το ψέμα μας, με την ευαισθησία αλλά και την αναποδιά μας, με την αλληλεγγύη αλλά  και την κουτοπονηριά μας, με την παιδικότητα αλλά και τον κυνισμό μας, με την ανθρωπιά αλλά και τα πάθη μας, με την πραγματικότητα αλλά και την φαντασία μας. Η Λιλιπούπολη προσέγγιζε τα παιδιά μέσα από τον κόσμο των μεγάλων, χρησιμοποιώντας ρεαλιστικά στοιχεία, πλάθοντας σουρεαλιστικούς χαρακτήρες. Κατάφερνε έτσι, μαζί με τον υπαινικτικό της λόγο και τη θεματολογία της, να είναι πάντα επίκαιρη. Η Λιλιπούπολη, όπως και κάθε καλλιτεχνικό δημιούργημα, εξέφραζε στην πλειονότητά της,  τις απόψεις των δημιουργών της και ήταν οπωσδήποτε φορτισμένη από τις εμπειρίες, την ιδεολογία και τα βιώματά τους. Παρέμεινε όμως και ένα έργο ανοιχτό και ανολοκλήρωτο για συμπληρωθεί από τους αποδέκτες της, βάσει της κεκτημένης γνώσης που έχουν. Συνεπώς, αυτά που παρουσιάζονται στη Λιλιπούπολη δεν είναι πρόσωπα, αλλά ρόλοι, δεν είναι γεγονότα, αλλά καταστάσεις που μπορούν να υπάρξουν σε οποιαδήποτε κοινωνία σε διαφορετικό χρόνο. Η Λιλιπούπολη υπήρξε μια πανδαισία από ήχους, χρώματα, ποίηση και φαντασία. Υπήρξε μια πόλη που μπορεί κάποιος και σήμερα να την επισκεφτεί, μόνο αν είναι άξιος να δει τον κόσμο πέρα από τις συμβάσεις που εμείς οι ίδιοι δημιουργούμε.                         

                                                              

www.isigoros.blogspot.com                              ΙΣΗΓΟΡΟΣ  ΙΣΟΝΟΜΟΣ 

                                                                                        Μάρτιος   2016 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου