Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2014



      ΔΙΚΑΣΤΕΣ  ΜΕ  ΕΛΕΥΘΕΡΟ  ΦΡΟΝΗΜΑ

    Η δομή του νεοελληνικού κράτος μετά την απελευθέρωσή του από την τουρκική δουλεία, στηρίχθηκε σε τρεις απόλυτα διακριτές και αυτόνομες ως προς την λειτουργία τους κρατικές εξουσίες, οι οποίες είναι άρρηκτα συνυφασμένες με το δημοκρατικό πολίτευμα, μη επιδεχόμενες ουδαμόθεν, εισπηδήσεις αρμοδιοτήτων της μίας επί της άλλης. Οι τρεις αυτές κρατικές λειτουργίες, θεωρητικά τουλάχιστον για τα μέχρι τώρα δεδομένα της ελληνικής πολιτείας, είναι η νομοθετική λειτουργία, δηλαδή το κοινοβούλιο, η εκτελεστική λειτουργία, δηλαδή η κυβέρνηση και η δικαστική λειτουργία, δηλαδή η διασφάλιση της δικαιοσύνης και η εφαρμογή της υφιστάμενης νομοθεσίας. Τοιουτοτρόπως εξασφαλίζεται πανταχόθεν ένα δημοκρατικό πολίτευμα από αυτούς που τυχόν το επιβουλεύονται, ώστε ο λαός να απολαμβάνει τα αγαθά της δημοκρατίας. Η επικρατούσα και εσφαλμένως τοποθετημένη όμως νοοτροπία των νεοελλήνων, διαστρεβλώνει την ορθότητα κάθε έννοιας στην πολιτική ζωή του τόπου. Στην Ελλάδα η αυτονόητη εκπλήρωση του καθήκοντος για κάθε κρατικό λειτουργό, έφθασε σε παραλογισμό, να θεωρείτε ότι είναι ηρωισμός ή κατόρθωμα. Δυστυχώς προοδευτικά η κατάσταση βαίνει διαρκώς επιδεινούμενη, με εμφανείς ενδείξεις υστέρησης των δημοκρατικών θεσμών. 
    Η Ελληνική Δικαιοσύνη, προς τιμήν της, στα 185 χρόνια από την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας του έθνους, έχει να παρουσιάσει μεγάλο αριθμό από τους λειτουργούς της, που επιτέλεσαν στο ακέραιο το καθήκον τους, υπακούοντες στην συνείδησή τους, περιφρονώντας τις υποδείξεις, τις νουθεσίες, τις προειδοποιήσεις ή και τις απειλές ακόμα της πολιτικής εξουσίας. Ξεχωρίζουν όμως δύο περιπτώσεις οι οποίες δείχνουν την άκρα αφοσίωση στο καθήκον κάποιων δικαστικών λειτουργών οι οποίοι δεν ενέδωσαν στα επιτακτικά κελεύσματα της κρατικής ή παρακρατικής εξουσίας και δοξάστηκαν στην συνείδηση του ελληνικού λαού. Στη δίκη των στρατηγών Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και Δημητρίου Πλαπούτα, το 1834 στο Ναύπλιο. Τότε οι δικαστές Αναστάσιος Πολυζωϊδης και Γεώργιος Τερτσέτης αρνήθηκαν να υπογράψουν την καταδίκη των δύο πρωταγωνιστών της παλιγγενεσίας εις θάνατον δια της λαιμητόμου. Όπως και στη δίκη για την δολοφονία του ανεξάρτητου βουλευτή της αριστεράς, Γρηγόρη Λαμπράκη και στην ανάκριση που προηγήθηκε, το χρονικό διάστημα Μάιος 1963 μέχρι Σεπτέμβριο 1964 στη Θεσσαλονίκη. Τότε οι δικαστές Παύλος Δελαπόρτας και Χρήστος Σαρτζετάκης, αρνήθηκαν να υπακούσουν στις προτροπές και στις υποδείξεις των κρατικών και παρακρατικών μηχανισμών. Αποκάλυψαν όχι μόνο τους φυσικούς, αλλά κυρίως τους ηθικούς αυτουργούς, που ήταν οι στυλοβάτες του μετεμφυλιοπολεμικού κράτους, ανώτατα στελέχη της Ασφάλειας και της Χωροφυλακής. 
   Ιστορικά ο ελληνικός λαός, εμπιστεύεται και εκτιμά την ελληνική δικαιοσύνη διότι αυτή στάθηκε αρωγός του σε κάθε στιγμή που είχε την ανάγκη της. Ο αδύναμος πολίτης όταν αδικείται από τις αυθαιρεσίες των άλλων κρατικών εξουσιών, βρίσκει καταφύγιο και ηθική συμπαράσταση στην ελληνική δικαιοσύνη. Ανέκαθεν με ανιδιοτέλεια οι δικαστές έδειχναν την ανάλογη κατανόηση στον κάθε απροστάτευτο πολίτη, κάτι που οι άλλοι δημόσιοι λειτουργοί, είτε απέφευγαν να πάρουν θέση, είτε έδειχναν μία αδικαιολόγητη αυταρχικότητα.

ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ  ΠΟΛΥΖΩΙΔΗΣ – ΓΕΩΡΓΙΟΣ  ΤΕΡΤΣΕΤΗΣ 
Αρνήθηκαν με περισσή αυταπάρνηση να υπογράψουν τη θανατική καταδίκη των Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και Δημητρίου Πλαπούτα.
    Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης (1770 – 1843 ), συνελήφθη και φυλακίσθηκε στο Ιτς-Καλέ (Παλαμίδι), στις 6 Σεπτεμβρίου 1833, σε ηλικία 63 ετών,  με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας, διότι όπως είχε κατηγορηθεί, κυρίως από τον πολιτικό του αντίπαλο Ιωάννη Κωλέττη (1774 – 1847), ο ίδιος μαζί με άλλους στρατιωτικούς, ετοίμαζαν συνομωσία για τη ανατροπή του ανήλικου βασιλιά Όθώνα (1815 – 1867). Μαζί του κατηγορήθηκαν επίσης ο εξάδελφός του Δημήτρης Πλαπούτας (1786 – 1864), πρωτεργάτης κι αυτός της επανάστασης του 1821, ο Κίτσος Τζαβέλας (1800 – 1855), ο Θεόδωρος Γρίβας (1797 – 1862), ο Νικόλαος Κριεζώτης (1785 – 1853) ο Νικηταράς, (Νικήτας Σταματελόπουλος) (1782 – 1849)  και μερικοί ακόμα αγωνιστές. Τελικά στο εδώλιο του κατηγορουμένου βρέθηκαν μόνο ο Γέρος του Μοριά και ο Δ. Πλαπούτας. Η δίκη έγινε στο παλιό τζαμί του Ναυπλίου, της πρώτης πρωτεύουσας του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Κράτησε πολλές ημέρες και τελείωσε στις 25 Μαΐου 1834.  Η ποινή για  τον Θ. Κολοκοτρώνη και τον Δ. Πλαπούτα ήταν θανατική εκτέλεση στη λαιμητόμο, εντός 24 ωρών. Στο άκουσμά της ο πρώτος σταυροκοπήθηκε, ο δεύτερος αναλύθηκε σε λυγμούς. Το ακροατήριο έμεινε άναυδο. « Άδικα σε σκοτώνουν στρατηγέ….» ψιθύρισε στον Θ. Κολοκοτρώνη ένα από τα παλικάρια του, που του συμπαραστέκονταν. Η ιστορία δεν έγραψε το όνομά του. Όμως κατέγραψε την απάντηση που έδωσε ο αγέρωχος πολέμαρχος. « Γι’ αυτό λυπάσαι; Καλύτερα  να σε σκοτώνουν άδικα, παρά δίκαια !».
    Πρόεδρος του δικαστηρίου ήταν ο Αναστάσιος Πολυζωίδης (1802 – 1873), καταγόμενος από το Μελένικο, ένα χωριό της βορειοανατολικής Μακεδονίας στα βόρεια της πόλης των Σερρών. Κατά την διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας από τα όσα είχε ακούσει δεν είχε βεβαιωθεί απόλυτα για την ενοχή των κατηγορουμένων. Οι αντιβασιλείς, ‘Αρμανσμπεργκ, Μάουερ, Έυδεκ, Γκρένερ και Άμπελ, είχαν καταφέρει να πείσουν ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας ότι οι κατηγορούμενοι ήταν πραγματικά ένοχοι σε αυτά που κατηγορούνταν. Μέλη του δικαστηρίου ήταν ο εξ Ζακύνθου Γεώργιος Τερτσέτης (1800 – 1874), ο Δ. Σούτσος, ο Α. Βούλγαρης και ο Φ. Φραγκούλης. Ο αντιβασιλέας Μάουερ είχε εκ των προτέρων αποφασίσει να πάρει τα κεφάλια των δύο ηρώων. Για την ευόδωση των σκοπών του χρησιμοποίησε τον υπουργό Δικαιοσύνης Κωνσταντίνο Σχινά (1801 – 1857), και τον εισαγγελέα της έδρας Εδουάρδο Μάσον (1800 – 1873). Όταν η ακροαματική διαδικασία ολοκληρώθηκε, ο Α. Πολυζωίδης  ως πρόεδρος κάλεσε το δικαστήριο σε διάσκεψη.  Ο Μάουερ ήθελε να τελειώσει με συνοπτικές διαδικασίες η διάσκεψη. Συνέβη όμως ο Α. Πολυζωίδης να έχει σχηματίσει ακλόνητη δικαστική πεποίθηση ότι οι κατηγορούμενοι ήταν αθώοι, διότι δεν είχαν βρεθεί ενοχοποιητικά στοιχεία. Πρώτος πήρε το λόγο ο Γ. Τερτσέτης και μίλησε για την αθωότητα των δύο πολέμαρχων. Ο Δ. Σούτσος που ήταν και γαμβρός του Κ. Σχινά, ψήφισε υπέρ της καταδίκης  σε θάνατο. Το ίδιο και οι Α. Βούλγαρης, Φ. Φραγκούλης. Μέχρι στα γόνατά τους έπεσαν ο Α. Πολυζωίδης και Γ. Τερτσέτης για να τους μεταπείσουν. Εκείνοι έσπευσαν στον υπουργό Δικαιοσύνης Κ. Σχινά για να δουν τι θα κάνουν. Αυτός έγινε έξαλλος. Τους διέταξε να επιστρέψουν αμέσως στην αίθουσα συσκέψεων.
   Ταυτόχρονα έστειλε αστυνομικούς κλητήρες για να φέρουν πίσω τους δύο αντιρρησίες, που στο μεταξύ είχαν γυρίσει στα σπίτια τους. Ο Δ. Σχινάς συνεννοείται με τον αντιβασιλέα Μάουερ, σπεύδει με την επίσημη στολή του στο δικαστήριο και διατάσσει τους δύο διαφωνούντες να υπογράψουν τη θανατική καταδίκη.
« Εν ονόματι του βασιλέως σας διατάσσω να υπογράψετε την απόφαση», φωνάζει.
« Προτιμώ να μου κόψετε το χέρι !», απαντά ο Α. Πολυζωίδης.
« Δεν θα με έχετε συνεργό στον φόνο δύο αθώων ανθρώπων », λέει ψύχραιμα και ξεκάθαρα ο Γ. Τερτσέτης.
    Έξαλλος ο υπουργός Δικαιοσύνης παραγγέλλει στους αστυνομικούς κλητήρες να χρησιμοποιήσουν τις ξιφολόγχες για να τους σύρουν τους δύο νομικούς στην αίθουσα του δικαστηρίου. Οι χωροφύλακες εκτελούν την εντολή, τους χτυπούν, τους σχίζουν τα ρούχα. Την απόφαση διάβασε ο Δ. Σούτσος, ενώ ο Α. Πολυζωίδης κρατούσε το κεφάλι του ανάμεσα στις παλάμες του. Η απόφαση προκάλεσε μεγάλο σάλο. Λίγες ώρες αργότερα η βαυαρική αντιβασιλεία υποχρεώθηκε να μετατρέψει την ποινή σε ισόβια κάθειρξη. Με την ενηλικίωσή του ο βασιλιάς  Όθων – αυτός « ο νεαρός βλάξ », όπως τον αποκαλούσε ο Κάρολος Μαρξ -  έδωσε χάρη. Στο μεταξύ, ο Κολοκοτρώνης είχε περάσει στις φυλακές μεταχείριση που δεν του είχαν επιφυλάξει ούτε οι Οθωμανοί διώκτες του. Έζησε για  εφτά μήνες στα μπουντρούμια των μεσαιωνικών φυλακών στο Παλαμήδι και την Ακροναυπλία.
    Στα απομνημονεύματά του, που διηγήθηκε στον Γ. Τερτσέτη ο Κολοκοτρώνης λέει με παράπονο. «Μ’ έβαλαν φυλακή χωρίς να βλέπω κανέναν εκτός από τον δεσμοφύλακά μου. Δεν ήξερα τόσους μήνες τι γίνεται έξω, ποιος ζει, ποιος πεθαίνει, ποιον άλλον έχουν φυλακισμένο. Ποτέ δεν πίστευα ότι θα φτάσουν σε τέτοιο σημείο να φτιάξουν ψευδομάρτυρες».      

ΠΑΥΛΟΣ  ΔΕΛΑΠΟΡΤΑΣ – ΧΡΗΣΤΟΣ ΣΑΡΤΖΕΤΑΚΗΣ  
Αντιστάθηκαν στις μεθοδεύσεις κράτους και παρακράτους και έστειλαν στο ειδώλιο τους φυσικούς και ηθικούς αυτουργούς, της δολοφονίας του Γρηγόρη Λαμπράκη.         
    Στις 22 Μαΐου 1963, ο Γρηγόρης Λαμπράκης, (1912- 1963), 51 ετών, υφηγητής της ιατρικής, βαλκανιονίκης, μαχητικός ειρηνιστής και ανεξάρτητος βουλευτής της Αριστεράς, δολοφονήθηκε στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, με την εναρμονισμένη δράση του κράτους, του παρακράτους και του υπόκοσμου. Το παρακράτος γεννήθηκε τα χρόνια της ναζιστικής κατοχής, αλλά κυρίως η εκτροφή του αρχίζει αμέσως μετά την απελευθέρωση και γίνεται πανίσχυρο στην διάρκεια του εμφυλίου πολέμου και ουσιαστικά κυρίαρχο. Οι παρακρατικοί πρώην συνεργάτες των Γερμανών, μετεξελίχθηκαν σε φανατικούς θιασώτες του ψυχρού πολέμου. Φόρεσαν την λεοντή του υπερπατριώτη, του μέχρι θανάτου αντικομουνιστή, του υποστηρικτή των αμερικανοστήρικτων κυβερνήσεων, οι οποίες είχαν εδραιωθεί μετά της εκλογές του 1952. Το μονοκομματικό κράτος της Δεξιάς, που εξέθρεψε το παρακράτος, το μετέτρεψε σε ένα επικίνδυνο τέρας, το οποίο τελικά εστράφη κατά του εκτροφέα του. Οι πρωταγωνιστές του κράτους και του παρακράτους που δολοφόνησαν τον Γρηγόρη Λαμπράκη, είχαν δύο κοινά χαρακτηριστικά που καθόριζαν το βαθμό της ομοιότητας  και της αλληλεξάρτησής τους. 1. Όλοι τους σχεδόν είχαν σταδιοδρομήσει στο κλήμα του δωσιλογισμού. Είχαν υπηρετήσει τους κατακτητές και διασώθηκαν από τις ποινικές και ηθικές συνέπειες της προδοσίας τους μόνο χάρη στην προστασία που τους παρείχαν οι ξένες δυνάμεις, και το ελληνικό πολιτικό κατεστημένο, διότι πλέον οτιδήποτε  έκαναν γίνονταν στο όνομα  του αντικομουνισμού.  
2. Όλοι τους είχαν αναγάγει την εθνικοφροσύνη σε χρυσοφόρα δραστηριότητα, η οποία τους επέτρεπε να μεταμορφώσουν το προδοτικό και δωσιλογικό  παρελθόν τους σε ύψιστη εθνική προσφορά και μέσω του επαγγελματικού αντικομουνισμού, να διασφαλίζουν τα προς το ζην και να μετέχουν στη νομή της εξουσίας σε διάφορα επίπεδα. Τότε στην Ελλάδα μόνον ο σκληρός αντικομουνιστής είχε μέλλον.    
    Μέσα σε ένα ιδιαζόντως φορτισμένο πολιτικό κλήμα άρχισε στην Θεσσαλονίκη αμέσως μετά τη δολοφονία η δικαστική διαδικασία για την υπόθεση αυτή. Το 1963 ως εισαγγελέας Εφετών στη Θεσσαλονίκη, υπηρετούσε ο αείμνηστος Παύλος Δελαπόρτας, (1905 – 1980) και από την θέση αυτή αναμείχθηκε στην υπόθεση της δολοφονίας του Γρηγόρη Λαμπράκη, καθώς είχε την γενική εποπτεία των ανακρίσεων. Η καταγωγή του εισαγγελέα ήταν από τα Κουφαλάτα, ένα μικρό χωριουδάκι κοντά στο Ληξούρι της Κεφαλονιάς. Η παροιμιώδεις προσήλωσής του εις το καθήκον του εισαγγελικού λειτουργού, η άτεγκτη και ανεπηρέαστη κρίση του, αλλά και ο αδαμάντινος χαρακτήρας του, σε συνάρτηση με την αρτιότατη επιστημονική του κατάρτιση, όλα αυτά μαζί συνετέλεσαν ώστε να αποκαλυφθεί ο ζοφερός και ανέλεγκτος παρακρατικός μηχανισμός που δρούσε παράλληλα και σε αγαστή συνεργασία με τον ολοκληρωτικής νοοτροπίας κρατικό μηχανισμό, με κορύφωση της ανομολόγητης σχέσης τους , την δολοφονία του βουλευτή Γρηγόρη Λαμπράκη. Ο Γρ. Λαμπράκης μπήκε στο μάτι του κυκλώνα, όταν βουλευτής της Αριστεράς στα 51 χρόνια του, επιχείρησε να σπάσει την απαγόρευση της 1ης Μαραθώνιας Πορείας Ειρήνης, που είχε προγραμματισθεί να πραγματοποιηθεί την Κυριακή 21 Απριλίου 1963. Η αμερικανοστήρικτη τότε ελληνική κυβέρνηση επειδή θεωρούσε ότι όλα τα Ευρωπαϊκά Κινήματα Ειρήνης κινούνται με το άρμα της Σοβιετικής Ένωσης, απαγόρευε ‘’αυστηρώς και δια ροπάλου’’ κάθε ειρηνιστική εκδήλωση. Μόλις ένα μήνα αργότερα, το βράδυ στις 22 Μαΐου, δολοφονήθηκε στη Θεσσαλονίκη, μετά από εκδήλωση για την ειρήνη και τον αφοπλισμό, στην οποία ήταν κεντρικός ομιλητής. Ένας συρφετός παρακρατικών μιασμάτων, υπό την προστασία της Χωροφυλακής, που παρουσιάζονταν ως ‘’αγανακτισμένοι και ανησυχούντες πολίτες’’, είχε οργανώσει αντισυγκέντρωση έξω από την αίθουσα της εκδήλωσης. Κατά την έξοδο του βουλευτή, το τρίκυκλο του Σπύρου Γκοτζαμάνη, γνωστού παρακρατικού και προβεβλημένου μέλους του υπόκοσμου της Θασσαλονίκης, με επιβαίνοντα τον σεσημασμένο από το Τμήμα Ηθών και Λεσχών της Κρατικής Ασφάλειας Θεσσαλονίκης, Εμμανουήλ Εμμανουηλίδη, χτύπησε θανάσιμα τον βουλευτή. Η ειρωνεία της τύχης είναι πως ο Γρ. Λαμπράκης είχε κλείσει την ομιλία του με την ευαγγελική φράση ‘’Μακάριοι οι ειρηνοποιοί’’.  Από τα πρώτα στάδια της ανάκρισης, αρχίζει να εξυφαίνεται προς τα πού θα ήθελε να οδηγήσει το ιδιότυπο ημιφασιστικό αυταρχικό μετεμφυλιοπολεμικό κράτος την υπόθεση, θέλοντας να βάλει στο απυρόβλητο όλους τους εξωθεσμικούς μηχανισμούς του, επιχειρώντας να παρουσιάσει μια δολοφονία ως τροχαίο ατύχημα. Για τον σκοπό αυτό ενήργησε ως κοινός λοβιτουρατζής και νταβατζής του υπόκοσμου. Η ηγεσίας της  Χωροφυλακής Θεσσαλονίκης έκανε κάθε δυνατή προσπάθεια για να αποκρύψει κρίσιμα στοιχεία και να εκφοβίσει τους μάρτυρες. Η ηγεσία της δικαστικής εξουσίας, με προεξάρχοντα τον θλιβερό μηχανορράφο και πρώτον πρωθυπουργό της Χούντας των συνταγματαρχών, τότε εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κόλλια  (1901 – 1998), που ασκούσε φοβερές πιέσεις, νουθεσίες, εξωδικαστικές μεθοδεύσεις, ακόμα και ευθείες απειλές, ώστε η υπόθεση να κλείσει γρήγορα και χωρίς έρευνα. Εις μάτην όμως όλων αυτών, διότι ο ανυποχώρητος εις το καθήκον του, αείμνηστος Εισαγγελέας Εφετών Θεσσαλονίκης  Παύλος Δελαπόρτας αποποιούμενος κάθε παράταιρης ενέργειας, επεδίωξε με αυταπάρνηση να αποκαλύψει τους φυσικούς αλλά και τους ηθικούς αυτουργούς, αυτού του αποτρόπαιου εγκλήματος, σύμφωνα με την ηθική και την συνείδησή του.
    Ανακριτή για αυτή την εξαιρετικά σπουδαία υπόθεση, τοποθέτησε στις 25 Μαΐου 1963, τον σχετικά νέον στο δικαστικό σώμα αλλά άρτια καταρτισμένο και υπηρεσιακά επιβραβευμένο δικαστή, Χρήστο Σαρτζετάκη (1929 -   ), υπό του Προϊσταμένου της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, εισαγγελέα Δημήτριου Παπαντωνίου, ενός άμεμπτου και αφοσιωμένου στο υπηρεσιακό καθήκον, ο οποίος περίπου δύο μήνες αργότερα αντικαταστάθηκε από τον εισαγγελέα Στυλιανό Μπούτη. Ο Στυλιανός Μπούτης ανέλαβε τη διεύθυνση της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης την 1η Αυγούστου 1963 και ήταν από τους εισαγγελείς που τίμησαν ιδιαίτερα την δικαιοσύνη, ακατάβλητος στην επιτέλεση του καθήκοντος και άψογος στο περιβάλλον της εργασίας του. Διακρινόμενος για την ευαισθησία του, ο Ηπειρώτης στην καταγωγή εισαγγελέας, συνήθως έλεγε, ’’τα πάντα τελούνται εν δικαίω’’. Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Κ. Κόλλιας συνέχιζε τις αήθεις παρεμβάσεις του, θέλοντας να επηρεάσει την ανάκριση και απευθυνόμενος απειλητικά προς τον εισαγγελέα Στ. Μπούτη του δήλωσε. ‘’Θα λογοδοτήσουν σε μένα οι Σαρτζετάκηδες, Παπαντωνίηδες. Πήγαινε κι εσύ να προστεθείς σ’ αυτούς’’. Έλεγε όμως και άλλα βδελυρά και αποκρουστικά, ‘’Δεν είναι δυνατόν να υποπτεύεται τις, ανωτάτους αξιωματικούς της Χωροφυλακής, οίτινες  έχουν αναλώσει την ζωήν των εις την υπηρεσίαν της Πατρίδος’’. Η διεξαγόμενη ανάκριση, μέσα από μύριες δυσκολίες προσπαθούσε να εξιχνιάσει το έγκλημα και να καταλογίσει τις ευθύνες. Οι παρακωλύσεις, τα προσκόμματα και οι πανταχόθεν πιέσεις που ορθώνονταν καθημερινά επίτηδες από τα διάφορα παράκεντρα εξουσίας, ακόμη και από την χωροφυλακή, καθιστούσαν το έργο της ανάκρισης εξαιρετικά δύσκολο και ο εισαγγελέας Στ. Μπούτης, υποστηρίζοντας με όλες του τις δυνάμεις τον νεαρό Ανακριτή Χρήστο Σαρτζετάκη, με την πολύχρονη πείρα του, έδιδε λύσεις σε πολλά ανακύπτοντα ζητήματα, αλλά και θάρρος ώστε ο νεαρός Ανακριτής να μπορέσει να φέρει εις πέρας το τιτάνιο αυτό έργο.
    Ο Χρήστος Σαρτζετάκης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1929. Στο δικαστικό σώμα εισήχθη το 1956 ως Ειρηνοδίκης. Το 1963 τοποθετήθηκε Πρωτοδίκης Θεσσαλονίκης με καθήκοντα Ανακριτή του Πλημμελειοδικείου. Από την θέση αυτή αναμείχθηκε στην υπόθεση της στυγερής δολοφονίας του Γρηγόρη Λαμπράκη και στάθηκε ακλόνητος βράχος στην εκτέλεση του καθήκοντός του. Δεν ενέδωσε σε πιέσεις, δεν κάμφθηκε από απειλές, αλλά με την πίστη του στην τήρηση της νομιμότητας, την γρανιτένια του πυγμή και πάνω απ’ όλα την άδολη και καθαρή συνείδησή του, μπόρεσε να στοιχειοθετήσει ότι επρόκειτο για ένα προμελετημένο έγκλημα και να αποκαλύψει τους ηθικούς αυτουργούς του. Το έγκλημα της Θεσσαλονίκης είχε σχεδιαστεί με  αριστοτεχνικό τρόπο από υψηλόβαθμα στελέχη της Χωροφυλακής, μέχρι και την τελευταία του λεπτομέρεια. Και θα παρέμεινε στην ιστορία σαν το ‘’τέλειον έγκλημα’’ αν η μέχρι αυτοθυσίας τόλμη του Εμμανουήλ Χατζηαποστόλου, του επονομαζόμενου και «Τίγρη», (που όρμησε στο εν κινήσει τρίκυκλο και έπιασε τους δολοφόνους), δεν ανέτρεπε τους υπολογισμούς των σχεδιαστών. Έτσι μετά την προφυλάκιση των φυσικών αυτουργών, Σπύρου Γκοτζαμάνη και Εμμανουήλ Εμμανουηλίδη, ακολούθησαν τρανταχτά ονόματα της Χωροφυλακής, ως ηθικών αυτουργών, όπως Κωνσταντίνος Μήτσου, υποστράτηγος, Επιθεωρητής Βορείου Ελλάδος, Ευθύμιος Καμουτσής, Συνταγματάρχης  Διευθυντής Χωροφυλακής Θεσσαλονίκης, Κωνσταντίνος Δόλκας, Αντισυνταγματάρχης, Μιχαήλ Διαμαντόπουλος, Αντισυνταγματάρχης, Τρύφων Παπατριανταφύλλου, Μοίραρχος, Δημήτριος Σέττας, Ταγματάρχης, Εμμανουήλ Καπελώνης, υπομοίραρχος και άλλοι. Στο απυρόβλητο έμεινε ο υπομοίραρχος Εθνικής Ασφάλειας, Δημήτριος Κατσούλης, του τμήματος Δίωξης Κομμουνιστών, ο οποίος την ημέρα του εγκλήματος – σύμφωνα με μαρτυρίες του Ε. Εμμανουηλίδη και άλλων- είχε μιλήσει σε συγκέντρωση παρακρατικών στο 5ο Αστυνομικό Τμήμα Θεσσαλονίκης και αφού έδωσε οδηγίες για την αντισυγκέντρωση, τόνισε ότι ‘’απόψε στόχος μας είναι ο Λαμπράκης’’.
    Η δικαστική αυτή τετράδα, Π. Δελαπόρτας, Στ. Μπούτης, Δ. Παπαντωνίου και Χ. Σαρτζετάκης, έσωσε την τιμή της Ελλάδος. Ακέραιοι και τίμιοι αντέστησαν στις ισχυρότατες πιέσεις να εναρμονίσουν την ανάκριση προς την κατεύθυνση συγκαλύψεως του εγκλήματος. Ο αείμνηστος Παύλος Δελαπόρτας στην πολύκροτη δίκη που έγινε στην Θεσσαλονίκη από την 1η Οκτωβρίου 1966 μέχρι το τέλος Δεκεμβρίου 1966, διετέλεσε Εισαγγελέας της Έδρας και από την θέση αυτή πάσχισε με όλες τις δυνάμεις να ρίξει άπλετο φως σε αυτό το αποτρόπαιο πολιτικό έγκλημα. Η αγόρευσής του, διάρκεσε δύο ημέρες και αποτελεί έναν ύμνο για την δημοκρατία και το ελεύθερο φρόνημα των αδούλωτων ανθρώπων, με τελική του πρόταση να κηρυχθούν όλοι ένοχοι κατά το κατηγορητήριο. Χαρακτηριστικό είναι αυτό το απόσπασμα από την αγόρευσή του.
    ‘’Οι άνθρωποι αυτοί που κλήθηκαν δύο ημέρες πριν (από την δολοφονία του Λαμπράκη ) και βοήθησαν τους «Γορίλες» της προσωπικής ασφάλειας του στρατηγού Ντε Γκολ στο έργο τους, εκαλούντο για να παίξουν το βράδυ της 22ης  Μαΐου 1963 τους Ρινόκερους του Ιονέσκο, εκ του φυσικού. Και πράγματι το έπαιξαν με μεγάλη επιτυχία. Αποτελεί δεινή ύβρη και μείωση του Στρατού και των Σωμάτων Ασφαλείας, η καταφυγή προς ενίσχυσή τους, στην ιδιωτική οργάνωση οιουδήποτε που αποτελείται από κατάλοιπα υποπροϊόντων του Χίτλερ, από γιγαντοκύτταρα  δωσολογικής λευχαιμίας που κυκλοφορούν δυστυχώς ακόμη στο ελληνικό αίμα, από κακοποιούς  διαφόρων βαθμών και ειδών, από ιδεολογικούς σκηνίτες τους οποίους μνημόνευσα πιο πάνω και από άλλους φτωχούς διαβόλους που, σε κάθε περίσταση και ευκαιρία, «ζητούν οι ταλαίπωροι να μπαλωθούν» (κατά τον ποιητή)…. Από τέτοια κοινωνικά βυθοκορήματα αναμένονταν βοήθεια και σ’ αυτά θα ανατίθονταν σε ώρα κρίσης, η ενίσχυση των Σωμάτων Ασφαλείας και η μεγάλη και αγία υπόθεση «της υπερασπίσεως της Πατρίδος και του Ελληνοχριστιανικού Πολιτισμού παντού, πάντοτε και δι’ όλων των μέσων», κατά τους σκοπούς της οργάνωσης του Γιοσμά που αναγράφονται πίσω από την ταυτότητα του Γκοτζαμάνη. Άλλοτε, εκείνοι που καταδικάζονταν για ζωοκλοπή, στερούνταν της τιμής να υπηρετήσουν στο Στράτευμα, με τη σκέψη ότι η υπεράσπιση της Πατρίδος είναι έργο των αγνών, των τιμίων, των ανιδιοτελών και των ενάρετων ανθρώπων, με κορωνίδα μεταξύ αυτών των αρετών την φιλοπατρία. Σήμερα, εδώ, ένα σύμφυρμα κλεφτών, βιαστών, δωσίλογων και κάθε είδους κακοποιών, εμφανίζεται (προς εθνοκαπηλεία και ανομολόγητους ιδιοτελείς σκοπούς) ως προστάτης κοινωνικών καθεστώτων, ως φύλακας ιερών και οσίων και ως Κέρβερος του νόμου και της τάξης. Τι άλλο έπρεπε να περιμένει κανείς απ’ αυτό πλην του ότι θα εξελισσόταν σε κακοήθη νεοπλασία της κοινωνίας ;»    
    Όταν την 27ην Δεκεμβρίου 1966 ανακοινώθηκε η ομόφωνη απόφαση των ενόρκων που καταδίκαζε μόνο τους δύο φυσικούς αυτουργούς του ειδεχθούς εγκλήματος Σπύρο Γκοτζαμάνη και Εμμανουήλ Εμμανουηλίδη σε εξαιρετικά μικρές ποινές με το αιτιολογικό του «προτέρου εντίμου βίου», (παρά το βαρύτατο ποινικό τους μητρώο) και ότι «δεν διέπραξαν τα αδικήματα κινούμενοι από ταπεινά ελατήρια» και αθώωνε όλους τους ηθικούς αυτουργούς, ο εισαγγελέας Παύλος Δελαπόρτας σχολίασε την πρωτοφανή για αυτά τα αδικήματα απόφαση, λέγοντας: «Η απόφαση μοιάζει με φως εξαντλημένης ηλεκτρικής στήλης».
    Το ιδιότυπο κρατικό μόρφωμα με τα δαιδαλώδη παράκεντρα διαχείρισης της εξουσίας κατάφερε για άλλη μια φορά να παραμείνει στην σκοτεινή πλευρά της πολιτικής ζωής του τόπου, ώστε να μην αποκαλυφθούν ποτέ οι εμπνευστές αυτού του εγκλήματος, που υπήρξε προπομπός για την επερχόμενη δικτατορία ή οποία επεβλήθη τέσσαρες μήνες μετά. Με την έλευση της δικτατορίας αποπέμφθηκαν από το δικαστικό σώμα, με απόφαση της τότε δικτατορικής κυβέρνησης (1968), μαζί με άλλους 28 δικαστικούς διότι κατά την αρρωστημένη αντίληψη των δικτατόρων οι εν λόγω δικαστικοί διακατέχονταν από άμβλυνση της κοινωνικής ευθύνης και δεν εμφορούνταν από εθνικό φρόνιμα, τόσο ο Παύλος Δελαπόρτας, όσο και ο Χρήστος Σαρτζετάκης, ο οποίος μάλιστα φυλακίσθηκε πλέον του έτους.

Οι παρεμβάσεις  των παρεμβάσεων και η απολεσθείσα ανεξαρτησία της δικαιοσύνης.
    Θα περίμενε κανείς πως μετά την κατάρρευση της δικτατορίας η δικαστική εξουσία θα μπορούσε να ασκεί ανεμπόδιστα το συνταγματικό της καθήκον. Να είναι σε θέση να ερευνά τις υποθέσεις που αναλαμβάνει χωρίς κυβερνητικές παρεμβάσεις. Τα γεγονότα όμως διαψεύδουν κάτι τέτοιο και αποδεικνύουν το ακριβώς αντίθετο. Οι παρεμβάσεις όχι μόνο πολλαπλασιάσθηκαν, αλλά και αναβαθμίστηκαν ποιοτικά. Η εκτελεστική εξουσία όσο περισσότερο λερώνει τη φωλιά της, (παρανομεί), τόσο πιο σπασμωδικά και αμήχανα αντιδρά σε κάθε νύξη της δικαστικής εξουσίας για τις επαναλαμβανόμενες παρασπονδίες της. Αν η δικαστική εξουσία, δικαίως, επικρίνει την οποιαδήποτε φαύλη πολιτική ενέργεια, αστραπιαία και ομοθυμαδόν τόσο η εκτελεστική, όσο και η νομοθετική εξουσία, εξαπολύει μύδρους εναντίον της. Με λίαναπερίσκεπτο και επίμεμπτο τρόπο, στερεότυπα διατυμπανίζουν οι εντός του ελληνικού κοινοβουλίου παρεπιδημούντες διάφορες πομφόλυγες όπως, «επιχειρείται η ποινικοποίηση της πολιτικής ζωής», «ο εισαγγελικός λόγος δεν συνάδει με τα πολιτικά μας ήθη», «η Ελλάδα δεν θα μετατραπεί σε ένα απέραντο δικαστήριο», κ.ά.
Περίτρανα  και διαχρονικά αποδεικνύεται πως ενώ η εκτελεστική εξουσία θέλει να ενεργεί εντελώς αυτόνομα, δεν αποδέχεται την αυτονομία της δικαστικής εξουσίας όταν αποφάσεις της ή απόψεις της, αντιβαίνουν στις πράξεις της πρώτης. Με απλά λόγια οι πολιτικοί μας θέλουν με νεοτσαριστικές μεθόδους να κυβερνούν τον δύσμοιρο ελληνικό λαό. Το ζητούμενο στην Ελλάδα παραμένει η κατοχύρωση της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης, έτσι που ο δικαστής να κάνει το χρέος του ανεμπόδιστος και ανεπηρέαστος, χωρίς να χρειάζεται να είναι ήρωας, να ισχύει δηλαδή ένα ικανό θεσμικό πλαίσιο που να κατοχυρώνει τον δικαστή στην επιτέλεση του καθήκοντός του, κάτι που η πολιτική ηγεσία επιμένει εντέχνως να αρνείται. Φαίνεται πως με χειραγωγημένη την δικαστική εξουσία, η εκτελεστική εξουσία αισθάνεται αρκετά πιο άνετα. Συνήθως οι επιφανέστεροι επιτιθέμενοι στην δικαστική εξουσία κατά καιρούς, είναι οι αρμόδιοι υπουργοί Δικαιοσύνης, όπως οι Μιχάλης Σταθόπουλος, Ευάγγελος Γιαννόπουλος, Ευάγγελος Βενιζέλος, κ. ά.                                      
   Βεβαίως και από το μέρος του δικαστικού σώματος, υπάρχουν μερικοί που με ευτελή συνείδηση διέσυραν το θεσμό, όπως ο Κωνσταντίνος Κόλλιας, Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνος Καλαμποκιάς, Αρεοπαγίτης, Κωνσταντίνος Ροζάκης, Αρεοπαγίτης, Νικόλαος Οικονομόπουλος, Αρεοπαγίτης, Αλέξανδρος Λέκκας, Σύμβουλος Επικρατείας, Παύλος Τσαρούχης, Αντιεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Χαρίλαος Μητρέλιας, πρόεδρος Συμβουλίου Επικρατείας, Αντωνία Ηλία, Πρωτοδίκης, Ευάγγελος Καλούσης, Κωνσταντίνα  Μπουρμπούλια, κ. ά.   
    Οι περισσότεροι όμως δικαστικοί λειτουργοί με την άρτια επιστημονική τους κατάρτιση και με την καθαρή τους συνείδηση, εμπεδώνουν το αίσθημα δικαίου στους πολίτες. Μερικοί δε είναι πραγματικά αξιομνημόνευτοι για την προσήλωσή τους στο ιερό καθήκον τους, την απόδοση δικαιοσύνης, όπως Βασίλειος Σακελλαρίου, Αντιεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Αντώνιος Φλώρος, Αρεοπαγίτης, Νικόλαος Βερβεσός, Αρεοπαγίτης, Στέφανος Ματθίας, Πρόεδρος του Αρείου Πάγου Ιωάννης Ντεγιάννης, Αρεοπαγίτης, Παρμενίων Τζίφρας, Αντιπρόεδρος Αρείου Πάγου, Μιχαήλ Στασινόπουλος, πρόεδρος Συμβουλίου Επικρατείας, Ιωάννης Γρίβας, πρόεδρος του Αρείου Πάγου, Ευάγγελος Κρουσταλάκης εισαγγελέας, Γρηγόρης Πεπόνης, εισαγγελέας κ.ά.  
    Η πλειονότητα του δικαστικού σώματος χαίρει της εκτίμησης του ελληνικού λαού διότι στους σημερινούς χαλεπούς καιρούς, μόνον η δικαστική εξουσία παρέμεινε άτρωτη να φυλάει Θερμοπύλες και να θέτει υπό την προστασία της κάθε αδικημένο έλληνα πολίτη.




 www.isigoros.blogspot.com                                             ΙΣΗΓΟΡΟΣ ΙΣΟΝΟΜΟΣ               
                                                                                                                              ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ  2013      
                                                   
                                  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου